ΨΑΛΜΟΣ ΡΔ (104)
1 (Μασ. 105) ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΣΘΕ τῷ Κυρίῳ καὶ ἐπικαλεῖσθε τὸ ὄνομα αὐτοῦ, ἀπαγγείλατε ἐν τοῖς ἔθνεσι τὰ ἔργα αὐτοῦ· | 1
(Μασ. 105) Δοξολογείτε τον Κυριον με θσυμασμόν δια το μεγαλείον του και
με ευγνωμοσύνην δια τας ευεργεσίας του. Επικαλείσθε πάντοτε το άγιον
Ονομά του, διαλαλήσατε εις τα έθνη τα θαυμάσια αυτού έργα. |
2 ᾄσατε αὐτῷ καὶ ψάλατε αὐτῷ, διηγήσασθε πάντα τὰ θαυμάσια αὐτοῦ. | 2 Ψαλατε μελωδικούς ύμνους και συνθέσατε μουσικάς αρμονίας προς αυτόν. Διηγηθήτε μεταξύ σας όλα τα αξιοθαύμαστα έργα του. |
3 ἐπαινεῖσθε ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἁγίῳ αὐτοῦ. εὐφρανθήτω καρδία ζητούντων τὸν Κύριον· | 3
Πλημμυρίσατε από δικαιολογημένην καύχησιν στο άγιον Ονομα του Θεού,
καυχώμενοι διότι τέτοιον έχετε Θεόν. Ας ευφρανθή η καρδία όλων εκείνων,
οι οποίοι ζητούν τον Κυριον. |
4 ζητήσατε τὸν Κύριον καὶ κραταιώθητε, ζητήσατε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διαπαντός. | 4
Επιζητήσατε τον Κυριον ως προστάτην και θα λάβετε μεγάλην δύναμιν.
Ζητήσατε πάντοτε την στοργικήν και παντοδύναμον προστασίαν του. |
5 μνήσθητε τῶν θαυμασίων αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε, τὰ τέρατα αὐτοῦ καὶ τὰ κρίματα τοῦ στόματος αὐτοῦ, | 5
Ενθυμηθήτε τα θαυμαστά έργα, τα οποία επραγματοποίησεν ο Κυριος· τα
καταπληκτικά υπερφυσικά έργα του, τας δικαίας κρίσεις και αποφάσστου. |
6 σπέρμα ῾Αβραὰμ δοῦλοι αὐτοῦ, υἱοὶ ᾿Ιακὼβ ἐκλεκτοὶ αὐτοῦ. | 6
Ενθυμηθήτε σεις, απόγονοι του Αβραάμ, δούλοι του Θεού, απόγονοι του
Ιακώβ, τους οποίους ο Θεός ανάμεσα από όλους τους άλλους λαούς εξέλεξεν
ως λαόν του. |
7 αὐτὸς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐν πάσῃ τῇ γῇ τὰ κρίματα αὐτοῦ. | 7
Ο δημιουργός και κυβερνήτης του σύμπαντος, αυτός είναι ο Κυριος και
Θεός μας. Και αι δίκαιαι αυτού αποφάσεις έχουν κύρος και ισχύν εις όλην
την γην. |
8 ἐμνήσθη εἰς τὸν αἰῶνα διαθήκης αὐτοῦ, λόγου, οὗ ἐνετείλατο εἰς χιλίας γενεάς, | 8
Ενεθυμήθη και ενθυμείται πάντοτε την διαθήκην, την οποίαν συνήψε με τον
λαόν του, τον λόγον τον οποίον έδωσεν ως εντολήν του δια τας γενεάς των
γενεών, |
9 ὃν διέθετο τῷ ῾Αβραάμ, καὶ τοῦ ὅρκου αὐτοῦ τῷ ᾿Ισαὰκ | 9 αυτόν τον οποίον συνήψε με τον Αβραάμ και τον οποίον ενόρκως διεβεβαίωσεν στον Ισαάκ. |
10 καὶ ἔστησεν αὐτὸν τῷ ᾿Ιακὼβ εἰς πρόσταγμα καὶ τῷ ᾿Ισραὴλ εἰς διαθήκην αἰώνιον | 10
Αυτόν τον λόγον εθέσπισε και ώρισεν στον Ιακώβ ως αμετακίνητον και
απαράβατον πρόσταγμα και ως αιωνίαν διαθήκην προς χάριν του ισραηλιτικού
λαού |
11 λέγων· σοὶ δώσω τὴν γῆν Χαναὰν σχοίνισμα κληρονομίας ὑμῶν. | 11 λέγων ρητώς· Εις σας θα δώσω την γην Χαναάν ως κληρονομικόν μερίδιόν σας. |
12 ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἀριθμῷ βραχεῖς, ὀλιγοστοὺς καὶ παροίκους ἐν αὐτῇ | 12
Αυτά δε υπεσχέθη και διεκήρυξεν ο Θεός, όταν αυτοί ήσαν ολιγάριθμοι,
ελάχιστοι και κατοικούσαν ως πάροικοι και ξένοι εις την γην Χαναάν. |
13 καὶ διῆλθον ἐξ ἔθνους εἰς ἔθνος, καὶ ἐκ βασιλείας εἰς λαὸν ἕτερον. | 13
Ακριβώς δε διότι δεν είχον ιδικήν των γην εκείνοι οι πατριάρχαι μας,
μετεκινούντο από το ένα έθνος στο άλλο και από το ένα βασίλειον στο άλλο
βασίλειον. |
14 οὐκ ἀφῆκεν ἄνθρωπον ἀδικῆσαι αὐτοὺς καὶ ἤλεγξεν ὑπὲρ αὐτῶν βασιλεῖς· | 14
Αν και ήσαν ξένοι και ανίσχυροι ανάμεσα στους άλλους λαούς, δεν
επέτρεψεν ο Κυριος εις κανένα άνθρωπον να τους βλάψη και ήλεγξε βασιλείς
προς χάριν των λέγων· |
15 μὴ ἅπτεσθε τῶν χριστῶν μου καὶ ἐν τοῖς προφήταις μου μὴ πονηρεύεσθε. | 15
Μη εγγίζετε με διαθέσεις κακάς αυτούς, που έχουν το χρίσμα μου. Και μη
σκέπτεσθε πονηρά εναντίον των προφητών μου, εκείνων οι οποίοι εμπνέονται
από το πνεύμα μου. |
16 καὶ ἐκάλεσε λιμὸν ἐπὶ τὴν γῆν, πᾶν στήριγμα ἄρτου συνέτριψεν· | 16
Επροκάλεσε πείναν, στέρησιν άρτου και φαγητού ανάμεσα εις την χώραν
των. Κατέστρεψε κάθε απόθεμα άρτου, ο οποίος στηρίζει και ενδυναμώνει
τον άνθρωπον. |
17 ἀπέστειλεν ἔμπροσθεν αὐτῶν ἄνθρωπον, εἰς δοῦλον ἐπράθη ᾿Ιωσήφ. | 17 Εστειλεν εμπρός από αυτούς εκλεκτόν άνθρωπον εις την Αίγυπτον· εκεί επωλήθη ως δούλος ο Ιωσήφ. |
18 ἐταπείνωσαν ἐν πέδαις τοὺς πόδας αὐτοῦ, σίδηρον διῆλθεν ἡ ψυχὴ αὐτοῦ | 18
Εκεί τον έρριψαν εις την φυλακήν, έδεσαν με σιδηρά δεσμά τους πόδας του
και τον εξηυτέλισαν, ως εάν επρόκειτο περί κακούργου. Η ψυχή του
υπέφερε την αγωνίαν των σιδηρών αυτών αλύσεων· |
19 μέχρι τοῦ ἐλθεῖν τὸν λόγον αὐτοῦ, τὸ λόγιον τοῦ Κυρίου ἐπύρωσεν αὐτόν. | 19
μέχρις ότου έφθασεν η εκπλήρωσίς του λόγου, τον οποίον προς αυτόν είχεν
είπει ο Κυριος και του οποίου την εκπλήρωσιν επερίμενεν ο Ιωσήφ,
ευρισκόμενος μέσα εις την κάμινον του πυρός της δοκιμασίας. |
20 ἀπέστειλε βασιλεὺς καὶ ἔλυσεν αὐτόν, ἄρχων λαοῦ, καὶ ἀφῆκεν αὐτόν. | 20 Ο Φαραώ έστειλεν άνθρωπον εις την φυλακήν και τον έλυσε. Ο άρχων αυτός του αιγυπτιακού λαού διέταξε και τον αφήκαν ελεύθερον. |
21 κατέστησεν αὐτὸν κύριον τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ ἄρχοντα πάσης τῆς κτήσεως αὐτοῦ | 21 Τον εγκατέστησε κύριον στον οίκον του, άρχοντα και διαχειριστήν όλης της περιουσίας του. |
22 τοῦ παιδεῦσαι τοὺς ἄρχοντας αὐτοῦ ὡς ἑαυτὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους αὐτοῦ σοφίσαι. | 22
Εδωκεν ο Φαραώ αυτό το υψηλόν αξίωμα στον Ιωσήφ, δια να εκπαιδεύση και
καθοδηγήση τους άρχοντας της Αιγύπτου, να τους αναδείξη κατά το δυνατόν
ωσάν τον εαυτόν του συνετούς κυβερνήτας. Να διδάξη και τους μεγαλυτέρους
του σοφίαν και σύνεσιν. |
23 καὶ εἰσῆλθεν ᾿Ισραὴλ εἰς Αἴγυπτον, καὶ ᾿Ιακὼβ παρῴκησεν ἐν γῇ Χάμ. | 23
Επειτα από τα γεγονότα αυτά εισήλθεν ο Ιακώβ εις την Αίγυπτον. Ο Ιακώβ
εγκατεστάθη ως προσωρινός και πάροικος εις την χώραν αυτήν του Χαμ. |
24 καὶ ηὔξησε τὸν λαὸν αὐτοῦ σφόδρα καὶ ἐκραταίωσεν αὐτὸν ὑπὲρ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ. | 24 Και ο Κυριος ηύξησε και επολλαπλασίασε τον ισραηλιτικόν του λαόν. Τον έκαμεν ισχυρόν, ισχυρότερον από τους εχθρούς του. |
25 μετέστρεψε τὴν καρδίαν αὐτοῦ τοῦ μισῆσαι τὸν λαὸν αὐτοῦ, τοῦ δολιοῦσθαι ἐν τοῖς δούλοις αὐτοῦ. | 25
Επέτρεψεν όμως ο Κυριος και μετεστράφη η καρδία του νέου Φαραώ, ώστε
αυτός να μισήση τον λαόν τούτον και να χρησιμοποιήση δόλια και
εξοντωτικά μέσα με τα όργανά του εναντίον του ισραηλιτικού λαού. |
26 ἐξαπέστειλε Μωϋσῆν τὸν δοῦλον αὐτοῦ, ᾿Ααρών, ὃν ἐξελέξατο ἑαυτῷ. | 26
Αλλά τότε ο Κυριος έστειλε τον δούλον του τον Μωϋσήν και τον Ααρών,
τους οποίους αυτός είχεν εκλέξει, δια να τους χρησιμοποιήση εις την
υπηρεσίαν του. |
27 ἔθετο ἐν αὐτοῖς τοὺς λόγους τῶν σημείων αὐτοῦ καὶ τῶν τεράτων αὐτοῦ ἐν γῇ Χάμ. | 27
Εθεσεν στον νουν και το στόμα αυτών τους λόγους του, την δύναμιν των
καταπληκτικών θαυμάτων του και των εξαιρετικών γεγονότων, που θα
επραγματοποιούσαν εις την χώραν του Χαμ. |
28 ἐξαπέστειλε σκότος καὶ ἐσκότασεν, ὅτι παρεπίκραναν τοὺς λόγους αὐτοῦ· | 28
Ετσι δε ο Θεός εξαπέστειλε σκοτάδι και εσκοτείνιασε την χώραν της
Αιγύπτου, διότι οι Αιγύπτιοι αντεστάθησαν εις τας εντολάς του και τον
εξώργισαν. |
29 μετέστρεψε τὰ ὕδατα αὐτῶν εἰς αἷμα, καὶ ἀπέκτεινε τοὺς ἰχθύας αὐτῶν. | 29 Αυτός μετέβαλε τα ύδατά των εις αίμα και εφόνευσε τα ψάρια, που εζούσαν μέσα εις τα ύδατα. |
30 ἐξῆρψεν ἡ γῆ αὐτῶν βατράχους ἐν τοῖς ταμιείοις τῶν βασιλέων αὐτῶν. | 30 Η χώρα των έβγαλε βατράχους, οι οποίοι επηδούσαν και εσύροντο φθάνοντες μέχρι και αυτών των βασιλικών διαμερισμάτων. |
31 εἶπε, καὶ ἦλθε κυνόμυια καὶ σκνῖπες ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῶν. | 31 Διέταξε και ήλθαν κυνόμυιαι και σκνίπες εις όλην την έκτασιν των ορίων της Αιγύπτου. |
32 ἔθετο τὰς βροχὰς αὐτῶν χάλαζαν, πῦρ καταφλέγον ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, | 32
Μετέβαλε τας βροχάς, που ως ευεργετικάς επερίμεναν οι Αιγύπτιοι, εις
χάλαζαν. Εστειλεν αστραπάς και κεραυνούς εναντίον της χώρας των. |
33 καὶ ἐπάταξε τὰς ἀμπέλους αὐτῶν καὶ τὰς συκᾶς αὐτῶν καὶ συνέτριψε πᾶν ξύλον ὁρίου αὐτῶν. | 33
Εκτύπησε και απεγύμνωσε από καρπούς και φύλλα τα αμπέλια των και τις
συκιές των. Συνέτριψε και κατέστρεψε κάθε δένδρον εις την περιοχήν των. |
34 εἶπε καὶ ἦλθεν ἀκρίς, καὶ βροῦχος, οὗ οὐκ ἦν ἀριθμός, | 34 Διέταξε και ήλθεν ακρίδα και βρούχος, καταστρεπτικά έντομα αναρίθμητα. |
35 καὶ κατέφαγε πάντα τὸν χόρτον ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, καὶ κατέφαγε τὸν καρπὸν τῆς γῆς αὐτῶν. | 35 Τα σμήνη αυτά των ακρίδων κατέφαγον ολο το χορτάρι της χώρας των και τους καρπούς της καλλιεργημένης γης των. |
36 καὶ ἐπάταξε πᾶν πρωτότοκον ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, ἀπαρχὴν παντὸς πόνου αὐτῶν. | 36 Εθανάτωσεν όλα τα πρωτοτόκα εις την χώραν των· την απαρχήν της τεκνοποιΐας και γεννήσεως ανθρώπων και ζώων. |
37 καὶ ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐν ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ, καὶ οὐκ ἦν ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν ὁ ἀσθενῶν. | 37
Εβγαλεν έπειτα αυτούς από την Αίγυπτον με άργυρον και με χρυσόν, που
τους είχαν δώσει οι Αιγύπτιοι. Κανείς δε ασθενής και ανίκανος να βαδίση
δεν υπήρχε μεταξύ των Ισραηλιτών. |
38 εὐφράνθη Αἴγυπτος ἐν τῇ ἐξόδῳ αὐτῶν, ὅτι ἐπέπεσεν ὁ φόβος αὐτῶν ἐπ᾿ αὐτούς. | 38
Ηυφράνθησαν οι Αιγύπτιοι με την αναχώρησιν των Ισραηλιτών, διότι θα
εσταματούσαν πλέον αι εναντίον των τιμωρίαι του Θεού και διότι είχεν
επιπέσει ο φόβος των Ισραηλιτών βαρύς επάνω των. |
39 διεπέτασε νεφέλην εἰς σκέπην αὐτοῖς καὶ πῦρ τοῦ φωτίσαι αὐτοῖς τὴν νύκτα. | 39
Ηπλωσεν ο Κυριος νεφέλην, δια να σκεπάζη τους Ισραηλίτας από το καύμα
των ηλιακών ακτίνων κατά την ημέραν, στύλον δε πυρός, δια να τους φωτίζη
κατά την νύκτα. |
40 ᾔτησαν, καὶ ἦλθεν ὀρτυγομήτρα, καὶ ἄρτον οὐρανοῦ ἐνέπλησεν αὐτούς· | 40
Εζήτησαν τροφήν και έδωκεν εις αυτούς άφθονα ορτύκια, έδωσεν εις αυτούς
το μάνα, άρτον που κατέβαινεν από τον ουρανόν και δι' αυτών τους
εχόρτασε με το παραπάνω. |
41 διέρρηξε πέτραν, καὶ ἐρρύησαν ὕδατα, ἐπορεύθησαν ἐν ἀνύδροις ποταμοί. | 41 Διέρρηξε τον ξηρόν βράχον και ανέβλυσαν άφθονα νερά. Μέσα εις ανύδρους τόπους εξεχύθησαν ποταμοί. |
42 ὅτι ἐμνήσθη τοῦ λόγου τοῦ ἁγίου αὐτοῦ τοῦ πρὸς ῾Αβραὰμ τὸν δοῦλον αὐτοῦ | 42
Εκαμεν όλα αυτά τα θαυμάσια υπέρ του λαού του ο Κυριος, διότι ενεθυμήθη
τον άγιον λόγον του, την ιεράν υπόσχεσιν, την οποίαν έδωκε προς τον
Αβραάμ τον δούλον του. |
43 καὶ ἐξήγαγε τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐν ἀγαλλιάσει καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ ἐν εὐφροσύνῃ. | 43
Και από την χώραν της δουλείας, από την Αίγυπτον, έβγαλε τον λαόν του
ελεύθερον χαίροντα και ευφραινόμενον· αυτούς, που εδιάλεξεν ανάμεσα από
τα αλλά έθνη, τους ωδήγησεν ευφραινομένους προς την γην της επαγγελίας. |
44 καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς χώρας ἐθνῶν, καὶ πόνους λαῶν κατεκληρονόμησαν, | 44
Εδωκεν εις αυτούς χώρας, τας οποίας κατείχον ειδωλολατρικά έθνη, και
έτσι αυτοί εκληρονόμησαν ως ιδικούς των πολυχρονίους κόπους άλλων λαών. |
45 ὅπως ἂν φυλάξωσι τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, καὶ τὸν νόμον αὐτοῦ ἐκζητήσωσιν. | 45 Εστειλε δε ο Κυριος όλας αυτάς τας ανεκτιμήτους και θαυμαστάς ευεργεσίας του προς τον λαόν, δια να φυλάξουν και εκείνοι τας εντολάς και τα δικαιώματά του και να επιζητήσουν με όλην των την θέλησιν την ακριβή γνώσιν και εφαρμογήν του νόμου του. |