ΨΑΛΜΟΣ ΡΛΘ (139)
1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ. | |
2 (Μασ. 140) ΕΞΕΛΟΥ με, Κύριε, ἐξ ἀνθρώπου πονηροῦ, ἀπὸ ἀνδρὸς ἀδίκου ρῦσαί με, | 2 (Μασ. 140) Γλύτωσέ με, Κυριε, από πονηρόν άνθρωπον· από άδικον άνθρωπον σώσε με. |
3 οἵτινες ἐλογίσαντο ἀδικίαν ἐν καρδίᾳ, ὅλην τὴν ἡμέραν παρετάσσοντο πολέμους· | 3
Αυτοί συνεχώς σκέπτονται από μέσα των και καταστρώνουν σχέδια να με
αδικήσουν. Ολην την ημέραν προετοιμάζονται και ζητούν αφορμάς δι' έριδας
και μάχας. |
4 ἠκόνησαν γλῶσσαν αὐτῶν ὡσεὶ ὄφεως, ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν. (διάψαλμα). | 4 Ετρόχισαν την συκοφαντικήν των γλώσσαν, την έκαμαν ωσάν του φιδιού. Δηλητήριον οχιάς υπάρχει κάτω από τα χείλη των. |
5 φύλαξόν με, Κύριε, ἐκ χειρὸς ἁμαρτωλοῦ, ἀπὸ ἀνθρώπων ἀδίκων ἐξελοῦ με, οἵτινες διελογίσαντο τοῦ ὑποσκελίσαι τὰ διαβήματά μου· | 5
Φυλαξέ με, Κυριε, από το χέρι αμαρτωλού ανθρώπου. Γλύτωσέ με από
αδίκους ανθρώπους, οι οποίοι εσκέφθησαν να με ανατρέψουν και
καταπατήσουν στο έδαφος. |
6 ἔκρυψαν ὑπερήφανοι παγίδα μοι καὶ σχοινία διέτειναν, παγίδα τοῖς ποσί μου, ἐχόμενα τρίβους σκάνδαλα ἔθεντό μοι. (διάψαλμα). | 6
Εγωϊσταί και ιδιοτελείς άνθρωποι μου έστησαν κρυφά παγίδα. Ηπλωσαν,
ωσάν σχοινία, τα δίκτυα της δολιότητός των, δια να παγιδεύσουν τα πόδια
μου. Και πλησίον στον δρόμον, από τον οποίον θα επερνούσα, ετοποθέτησαν
προσκόμματα, δια να σκοντάψω. |
7 εἶπα τῷ Κυρίῳ· Θεός μου εἶ σύ, ἐνώτισαι, Κύριε, τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου. | 7 Ενώπιον αυτού του κινδύνου είπα στον Κυριον· Συ είσαι ο Θεός μου. Ακουσε, Κυριε, και κάμε δεκτήν την φωνήν της δεήσεώς μου. |
8 Κύριε, Κύριε, δύναμις τῆς σωτηρίας μου, ἐπεσκίασας ἐπὶ τὴν κεφαλήν μου ἐν ἡμέρᾳ πολέμου. | 8
Κυριε, Κυριε, συ είσαι η δύναμις, δια της οποίας και μόνης εγώ θα σωθώ.
Ερριψες την σκιαν της προστασίας σου, ως ισχυράν περικεφαλαίαν, επάνω
στο κεφάλι μου κατά την ημέραν, που εκείνοι με επολεμούσαν. |
9 μὴ παραδῷς με, Κύριε, ἀπὸ τῆς ἐπιθυμίας μου ἁμαρτωλῷ· διελογίσαντο κατ᾿ ἐμοῦ, μὴ ἐγκαταλίπῃς με, μήποτε ὑψωθῶσιν. (διάψαλμα). | 9
Μη με παραδώσης, Κυριε, εις τα χέρια αμαρτωλού, πράγμα το οποίον
βαθύτατα αποστρέφομαι. Εκείνοι συνέλαβαν και κατέστρωσαν εναντίον μου
σχέδια εξοντώσεως. Μη με εγκαταλίπης και επιτύχουν τα σχέδιά των, δια να
μη υπερηφανευθούν απέναντι των ανθρώπων σου. |
10 ἡ κεφαλὴ τοῦ κυκλώματος αὐτῶν, κόπος τῶν χειλέων αὐτῶν καλύψει αὐτούς. | 10
Ο αρχηγός της συμμορίας των εχθρών μου έχει αλαζονικώς υψωμένην την
κεφαλήν του. Ομως επάνω των θα πέση και θα τους σκεπάση η δολιότης και η
συκοφαντία του στόματός των. |
11 πεσοῦνται ἐπ᾿ αὐτοὺς ἄνθρακες, ἐν πυρὶ καταβαλεῖς αὐτούς, ἐν ταλαιπωρίαις οὐ μὴ ὑποστῶσιν. | 11
Θα πέσουν επάνω εις τα κεφάλια των αναμμένα κάρβουνα, θα τους ρίψης
μέσα εις την φωτιάν, δεν θα ανθέξουν εις τας ταλαιπωρίας και τας
τιμωρίας, που θα τους υποβάλης. |
12 ἀνὴρ γλωσσώδης οὐ κατευθυνθήσεται ἐπὶ τῆς γῆς, ἄνδρα ἄδικον κακὰ θηρεύσει εἰς διαφθοράν. | 12
Ανθρωπος, ο οποίος έχει εριστικήν και συκοφαντικήν την γλώσσαν, δεν θα
κατευοδωθή εις την γην αυτήν. Τον άδικον άνθρωπον θα τον κυνηγήσουν και
θα τον συλλάβουν, ωσάν θήραμα, και θα τον οδηγήσουν εις την καταστροφήν
αι ταλαιπωρίαι και αι συμφοραί. |
13 ἔγνων ὅτι ποιήσει Κύριος τὴν κρίσιν τῶν πτωχῶν καὶ τὴν δίκην τῶν πενήτων. | 13
Από το φως της διδασκαλίας σου και από την προσωπικήν μου πείραν, έμαθα
και επείσθην, ότι ο Κυριος θα υπερασπίση την δικαίαν υπόθεσιν των
πτωχών και θα αποδώση το δίκαιον στους εγκαταλελειμμένους και πτωχούς. |
14 πλὴν δίκαιοι ἐξομολογήσονται τῷ ὀνόματί σου, κατοικήσουσιν εὐθεῖς σὺν τῷ προσώπῳ σου. | 14
Οσον όμως και αν εις μερικάς περιστάσεις επικρατή αδικία, οι δίκαιοι θα
θριαμβεύσουν τελικώς, θα δοξολογήσουν το όνομά σου, Κυριε. Οι δε ευθείς
και ειλικρινείς θα κατοικούν ασφαλείς μαζή σου, Κυριε. |