Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

ΨΑΛΜΟΣ ΙΓ (13) 

Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

1 (Μασ. 14) ΕΙΠΕΝ ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός. διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἐπιτηδεύμασιν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός.
1 (Μασ. 14) Ο εσκοτισμένος από την αμαρτίαν μωρός και ασεβής άνθρωπος, είπεν από μέσα του, σύμφωνα με την επιθυμίαν της αμαρτωλής καρδίας του· “δεν υπάρχει Θεός”. Αυτός όμως και οι όμοιοί του διεφθάρησαν μέσα εις την αμαρτωλότητά των. Εγιναν μισητοί από τον Θεόν και από τους ευσεβείς ανθρώπους. Το κακόν διεδόθη τόσον πολύ, ώστε δεν υπάρχει κανείς, που να πράττη σήμερον το αγαθόν. Δεν υπάρχει ούτε ένας.
2 Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιὼν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν.
2 Ο Κυριος έσκυψεν από το ύψος του ουρανού και έρριψε το βλέμμα του, δια να ίδη τους υιούς των ανθρώπων, δια να ίδη εάν υπάρχη κανείς μεταξύ αυτών, που να έχη επίγνωσιν Θεού η να επικαλήται με πίστιν τον Θεόν και προσπαθή να ευαρεστή εις αυτόν.
3 πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός [τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὑτῶν ἐδολιοῦσαν· ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν, ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει, ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα, σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν· οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν.].
3 Αλλοίμονον! Ολοι εξετράπησαν από την ευθείαν οδόν. Εξηχρειώθησαν και διεφθάρησαν. Δεν υπάρχει κανείς, που να πράττη το αγαθόν. Δεν υπάρχει ούτε ένας. Ο λάρυγξ των, σαν ανοικτός τάφος, αναδίδει δυσώδεις αναθυμιάσεις. Με τας πονηράς των γλώσσας επινοούν και εκφράζουν δόλια ψεύδη και φαρμακεράς συκοφαντίας. Δηλητήριον φαρμακερών ασπίδων υπάρχει κάτω από τα χείλη των. Το στόμα των είναι γεμάτον από κατάρας εναντίον του Θεού και από δολιότητας και πικρίας εναντίον των ανθρώπων. Τα πόδια των τρέχουν με ταχύτητα, δια να χύσουν αίμα. Εις τους δρόμους της ζωής των και εις τας πράξεις των σπείρουν συντρίμματα και ταλαιπωρίας εναντίον αθώων. Εσωτερικήν ειρήνην και ειρηνικήν ζωήν με τους άλλους εξ αιτίας της αμαρτωλότητος των δεν εγνώρισαν. Δεν υπάρχει φόβος Θεού ενώπιόν των.
4 οὐχὶ γνώσονται πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν; οἱ ἐσθίοντες τὸν λαόν μου βρώσει ἄρτου τὸν Κύριον οὐκ ἐπεκαλέσαντο.
4 Δεν θα βάλουν, λοιπόν, ποτέ γνώσιν και δεν θα συνετισθούν όλοι αυτοί, που εργάζονται την παρανομίαν; Οι πωρωμένοι αυτοί, που κατατρώγουν τον λαόν μου, με τόσην ασυνειδησίαν σαν να πρόκειται περί συνήθους άρτου; Δεν επεκαλέσθησαν ποτέ τον Κυριον. Δεν εγνώρισαν, τι είναι προσευχή.
5 ἐκεῖ ἐδειλίασαν φόβῳ, οὗ οὐκ ἦν φόβος, ὅτι ὁ Θεὸς ἐν γενεᾷ δικαίᾳ.
5 Εκυριεύθησαν όμως από πανικόν και δειλίαν εκεί, όπου δεν υπήρχε τίποτε το φοβερόν. Και τούτο, διότι ο Κυριος μόνον εις την γενεάν των δικαίων ναι προστάτης και όχι στους αμαρτωλούς.
6 βουλὴν πτωχοῦ κατῃσχύνατε, ὁ δὲ Κύριος ἐλπὶς αὐτοῦ ἐστι.
6 Εξευτελίζετε σεις και εμπαίζετε τας σκέψεις και τας αποφάσστου πτωχού, διότι στηρίζει τας ελπίδας του στον Κυριον.
7 τίς δώσει ἐκ Σιὼν τὸ σωτήριον τοῦ ᾿Ισραήλ; ἐν τῷ ἐπιστρέψαι Κύριον τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ἀγαλλιάσεται ᾿Ιακὼβ καὶ εὐφρανθήσεται ᾿Ισραήλ.
7 Ποιός, λοιπόν, θα έλθη από την Σιών, δια να δώση την σωτηρίαν στον ισραηλιτικόν λαόν; Θα δοθή εις αυτούς η σωτηρία, όταν ο Κυριος επαναφέρη τους ανθρώπους του λαού του από την αιχμαλωσίαν, θα σκιρτήσουν από αγαλλίασιν οι απόγονοι αυτοί του Ιακώβ. Θα ευφρανθούν αι καρδίαι των Ισραηλιτών.