ΨΑΛΜΟΣ ΡΝΑ (151)
Οὗτος ὁ ψαλμὸς ἰδιόγραφος εἰς Δαυΐδ καὶ
ἔξωθεν τοῦ ἀριθμοῦ· ὅτε ἐμονομάχησε τῷ Γολιάθ. |
|
1 ΜΙΚΡΟΣ ἤμην ἐν τοῖς ἀδελφοῖς
μου καὶ νεώτερος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου·
ἐποίμαινον τὰ πρόβατα τοῦ πατρός μου. |
1 Μικρός και άσημος ήμην μεταξύ
των αδελφών μου. Νεώτερος κατά την ηλικίαν εις
την οικίαν του πατρός μου. Δι' αυτό και έβοσκα
τα πρόβατα του πατρός μου. |
2 αἱ χεῖρές μου ἐποίησαν ὄργανον,
καὶ οἱ δάκτυλοί μου ἥρμοσαν ψαλτήριον. |
2 Τα χέρια μου κατεσκεύασαν μουσικόν
όργανον και τα δάκτυλά μου συνηρμολόγησαν
ψαλτήριον, δια να ανυμνολογώ τον Κυριον. |
3 καὶ τίς ἀναγγελεῖ τῷ Κυρίῳ
μου; αὐτὸς Κύριος, αὐτὸς εἰσακούσει. |
3 Ποίος είναι ικανός και άξιος
να ανυμνολογήση τον Κυριον; Αυτός όμως ο ίδιος
ο Κυριος, αποβλέπων εις την αγαθήν διάθεσιν
της καρδίας μου, θα κάμη ευμενώς δεκτόν τον ύμνον,
που θα του ψάλω. |
4 αὐτὸς ἐξαπέστειλε τὸν ἄγγελον
αὐτοῦ καὶ ἦρέ με ἐκ τῶν προβάτων τοῦ πατρός
μου καὶ ἔχρισέ με ἐν τῷ ἐλαίῳ τῆς χρίσεως αὑτοῦ. |
4 Αυτός έστειλε τον άγγελόν του
και με επήρε έξαφνα από τα πρόβατα του πατρός
μου και με έχρισε με το έλαιον, με το οποίον χρίονται
οι βασιλείς. |
5 οἱ ἀδελφοί μου καλοὶ καὶ μεγάλοι,
καὶ οὐκ εὐδόκησεν ἐν αὐτοῖς ὁ Κύριος. |
5 Οι αδελφοί μου ήσαν ωραίοι και
εύσωμοι, αλλά δεν ευηρεστήθη εις αυτούς ο Κυριος. |
6 ἐξῆλθον εἰς συνάντησιν τῷ
ἀλλοφύλῳ, καὶ ἐπικατηράσατό με ἐν τοῖς εἰδώλοις
αὐτοῦ· |
6 Εξήλθον, δια να αντιμετωπίσω
και μονομαχήσω με τον αλλόφυλον Γολιάθ, και
εκείνος με κατηράσθη επικαλεσθείς εναντίον
μου τα είδωλά του. |
7 ἐγὼ δέ, σπασάμενος τὴν παρ᾿
αὐτοῦ μάχαιραν, ἀπεκεφάλισα αὐτὸν καὶ ἦρα
ὄνειδος ἐξ υἱῶν ᾿Ισραήλ. |
7 Εγώ όμως ανέσπασα την ιδικήν του μάχαιραν και τον απεκεφάλισα. Απεμάκρυνα δε έτσι και εξήλειψα την εντροπήν του ισραηλιτικού λαού. |