ΨΑΛΜΟΣ ΚΑ (21)
1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῆς ἀντιλήψεως τῆς ἑωθινῆς· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ. | |
2 (Μασ. 22) Ο ΘΕΟΣ, ὁ Θεός μου, πρόσχες μοι· ἵνα τί ἐγκατέλιπές με; μακρὰν ἀπὸ τῆς σωτηρίας μου οἱ λόγοι τῶν παραπτωμάτων μου. | 2
(Μασ. 22) Θεέ μου Θεέ μου, δώσε προσοχήν στον πόνον μου. Διατί με έχεις
εγκαταλείψει; Βλέπω, ότι η σωτηρία μου είναι πολύ μακράν. Εχω βυθισθή
εις απύθμενον βάθος οδύνης, και συ δεν ακούεις τας θρηνώδεις κραυγάς της
προσευχής μου. |
3 ὁ Θεός μου, κεκράξομαι ἡμέρας, καὶ οὐκ εἰσακούσῃ, καὶ νυκτός, καὶ οὐκ εἰς ἄνοιαν ἐμοί. | 3
Θεέ μου, φωνάζω προς σε όλην την ημέραν, χωρίς όμως και να εισακούωμαι.
Κράζω όλην την νύκτα, χωρίς ποτέ από κανένα να χαρακτηρισθή ως
παραλογισμός και ανοησία η εναγώνιος αυτή προσευχή μου. |
4 σὺ δὲ ἐν ἁγίῳ κατοικεῖς, ὁ ἔπαινος τοῦ ᾿Ισραήλ. | 4
Και όμως αισθάνομαι ότι συ είσαι κοντά μου, διότι κατοικείς στον ιερόν
τόπον της σκηνής σου, εις την Σιών. Συ είσαι η δόξα και το καύχημα του
λαού σου του ισραηλιτικού. |
5 ἐπὶ σοὶ ἤλπισαν οἱ πατέρες ἡμῶν, ἤλπισαν, καὶ ἐῤῥύσω αὐτούς· | 5
Εις σε είχαν στηρίξει τας ελπίδας των οι πρόγονοί μας. Εις σε ήλπισαν
και συ, ανταμείβων την πίστιν των, τους απήλλαξες από τους κινδύνους. |
6 πρὸς σὲ ἐκέκραξαν καὶ ἐσώθησαν, ἐπὶ σοὶ ἤλπισαν καὶ οὐ κατῃσχύνθησαν. | 6
Προς σε έκραξαν εκείνοι με όλην των την δύναμιν και εσώθησαν από τα
κακά και τους κινδύνους, που τους απειλούσαν. Εις σε εστήριξαν τας
ελπίδας των και δεν εντροπιάσθησαν δι' αυτό, αλλά εδικαιώθησαν. |
7 ἐγὼ δέ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ. | 7
Εγώ όμως είμαι άθλιος ωσάν ένας σκώληξ, δεν είμαι καν άνθρωπος. Εγινα
χλευασμός και περίγελως των ανθρώπων. Σαν μια τιποτένια ύπαρξις
θεωρούμαι από τον λαόν. |
8 πάντες οἱ θεωροῦντές με ἐξεμυκτήρισάν με, ἐλάλησαν ἐν χείλεσιν, ἐκίνησαν κεφαλήν· | 8
Ολοι όσοι με βλέπουν με εμπαίζουν και με σαρκάζουν· με υβρίζουν και με
βλασφημούν, κινούν ειρωνικώς και απειλητικώς την κεφαλήν των λέγοντες· |
9 ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον, ῥυσάσθω αὐτόν· σωσάτω αὐτόν, ὅτι θέλει αὐτόν. | 9
“ισχυρίζεται ότι έχει στηρίξει τας ελπίδας του στον Κυριον. Αν αυτό
είναι αληθινόν, ας τον σώση ο Θεός από τον θάνατον. Ας τον σώση, διότι
αυτός ισχυρίζετο, ότι ο Κυριος τον θέλει, ότι ο Κυριος τον αγαπά
ιδιαιτέρως”. |
10 ὅτι σὺ εἶ ὁ ἐκσπάσας με ἐκ γαστρός, ἡ ἐλπίς μου ἀπὸ μαστῶν τῆς μητρός μου· | 10
Και όμως εγώ αισθάνομαι και έχω την βεβαιότητα ότι αγαπώμαι από σε,
διότι συ είσαι εκείνος, ο οποίος με ανέσπασες από την κοιλίαν της μητρός
μου και με έφερες στον κόσμον. Συ είσαι η ελπίς μου από αυτής ακόμα της
βρεφικής μου ηλικίας, όταν εθήλαζα το γάλα της μητρός μου. |
11 ἐπὶ σὲ ἐπεῤῥίφην ἐκ μήτρας, ἐκ κοιλίας μητρός μου Θεός μου εἶ σύ· | 11
Και έμβρυον, όταν ακόμη ευρισκόμην εις την κοιλίαν της μητρός μου, εις
σε είχα επιρριφθή με πίστιν. Ναι, Κυριε, από της εποχής, που ήμούν εις
την κοιλίαν της μητρός μου, συ είσαι ο Θεός μου και σωτήρ μου. |
12 μὴ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι θλῖψις ἐγγύς, ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ βοηθῶν. | 12 Μη, λοιπόν, απομακρυνθής και τώρα από εμέ, διότι ευρίσκομαι εις μεγάλην θλίψιν και δεν υπάρχει κανείς να μου δώση βοήθειαν. |
13 περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταῦροι πίονες περιέσχον με· | 13
Οι εχθροί μου με έχουν περικυκλώσει, ωσάν άγριοι μόσχοι. Από παντού με
έχουν περισφίγξει σαν δυνατοί μαινόμενοι ασυγκράτητοι ταύροι. |
14 ἤνοιξαν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν ὡς λέων ἁρπάζων καὶ ὠρυόμενος. | 14 Ηνοιξαν εναντίον μου διάπλατα φοβερόν το στόμα των σαν άγρια ληοντάρια, τα οποία ωρυόμενα αρπάζουν με μανίαν το θύμα των. |
15 ὡσεὶ ὕδωρ ἐξεχύθην, καὶ διεσκορπίσθη πάντα τὰ ὀστᾶ μου, ἐγενήθη ἡ καρδία μου ὡσεὶ κηρὸς τηκόμενος ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου· | 15
Από τους τρομερούς και αβάστακτους πόνους παρέλυσα. Εγινα σαν το νερό,
που χύνεται ασκόπως κατά γης. Σαν να εξεκλειδώθησαν αι αρθρώσεις μου,
σαν να διεσκορπίσθησαν τα οστά μου. Η καρδία μου μέσα στο στήθος μου
είναι ωσάν κερί, το οποίον λυώνει από την φωτιάν. |
16 ἐξηράνθη ὡσεὶ ὄστρακον ἡ ἰσχύς μου, καὶ ἡ γλῶσσά μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί μου, καὶ εἰς χοῦν θανάτου κατήγαγές με. | 16
Σαν πήλινο σκεύος, το οποίον χωρίς νερό ξηραίνεται στον φλογερόν ήλιον,
έτσι εξηράνθη και εξέλιπεν η δύναμίς μου. Η γλώσσα μου από την δίψαν,
που με κατακαίει και την αγωνίαν, εκόλλησεν στον λάρυγγά μου. Και συ,
Κυριε, φαίνεται σαν να με άφησες, να φθάσω στο χώμα του βαθέος τάφου. |
17 ὅτι ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγὴ πονηρευομένων περιέσχον με, ὤρυξαν χεῖράς μου καὶ πόδας. | 17
Διότι ιδού, οι εχθροί μου σαν αγέλη αγρίων κυνών με έχουν περικυκλώσει.
Ο συρφετός αυτός των κακούργων ανθρώπων σαν με φοβερά καρφιά έχουν
διατρυπήσει τα χέρια μου και τα πόδια μου. |
18 ἐξηρίθμησαν πάντα τὰ ὀστᾶ μου, αὐτοὶ δὲ κατενόησαν καὶ ἐπεῖδόν με. | 18
Από την εξάντλησιν και την αδυναμίαν, εις την οποίαν έχω καταντήσει,
υμπορούν όλοι να διακρίνουν και να μετρούν τα οστά του σώματός μου. Οι
εχθροί μου με χαιρεκακίαν πολλήν κατέστησαν τον πόνον μου και τον
σπαραγμόν μου. |
19 διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον. | 19 Εμοιράσθησαν μεταξύ των τα ενδύματά μου και δια το ακριβώτερον ένδυμά μου- τον άρραφον χιτώνα- έβαλαν κλήρον, ποιός θα το πάρη. |
20 σὺ δέ, Κύριε, μὴ μακρύνῃς τὴν βοήθειάν μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, εἰς τὴν ἀντίληψίν μου πρόσχες. | 20 Συ όμως, Κυριε, μη βραδύνης να με βοηθήσης. Μη αναβάλλης αλλά ελά εις την βοήθειάν μου. |
21 ρῦσαι ἀπὸ ῥομφαίας τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐκ χειρὸς κυνὸς τὴν μονογενῆ μου· | 21
Γλύτωσε, Κυριε, την ζωήν μου από την ρομφαίαν, την οποίαν με μανίαν
υψώνουν και ετοιμάζονται να καταφέρουν εναντίον μου οι εχθροί μου. Την
μονάκριβον και πολύτιμον ψυχήν μου γλύτωσέ την, Κυριε, από την μανίαν
του λαού, ο οποίος ωσάν λυσσασμένος σκύλος ορμά εναντίον μου. |
22 σῶσόν με ἐκ στόματος λέοντος καὶ ἀπὸ κεράτων μονοκερώτων τὴν ταπείνωσίν μου. | 22
Σώσε με από τους εχθρούς μου, οι οποίοι σαν ληοντάρι πεινασμένο
ανοίγουν άγριον το στόμα των, δια να με καταβροχθίσουν. Εμέ, που έχω
δυθισθή εις τόσην ταπείνωσιν και εξουδένωσιν, γλύτωσέ με από τους
επιτιθεμένους εναντίον μου με μανίαν ζώου μονοκέρωτος. |
23 διηγήσομαι τὸ ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου, ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ὑμνήσω σε. | 23
Εάν, Κυριε, με σώσης, και πιστεύω απολύτως ότι θα με σώσης, θα
διηγούμαι τα μεγαλεία σου στους αδελφούς μου τους Ισραηλίτας. Εν μέσω
συναθροίσεως λαού πολλού θα σε δοξολογώ. |
24 οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον, αἰνέσατε αὐτόν, ἅπαν τὸ σπέρμα ᾿Ιακώβ, δοξάσατε αὐτόν, φοβηθήτωσαν αὐτὸν ἅπαν τὸ σπέρμα ᾿Ισραήλ, | 24
Σεις, που φοβείσθε τον Κυριον, δοξάσατέ τον. Ολοι οι απόγονοι του
Ισραήλ υμνολογήσατέ τον. Λατρεύσατέ τον με φόβον όλοι οι Ισραηλίται, |
25
ὅτι οὐκ ἐξουδένωσεν οὐδὲ προσώχθισε τῇ δεήσει τοῦ πτωχοῦ, οὐδὲ ἀπέστρεψε
τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς αὐτὸν εἰσήκουσέ
μου. | 25
διότι ο Κυριος δεν κατεφρόνησε και δεν παρέβλεψε με δυσφορίαν ως
ενοχλητικήν την δέησιν εμού του πτωχού και εξευτελισμένου ούτε και
εγύρισεν αλλού το πρόσωπόν του, αλλά όταν με πίστιν έκραξα προς αυτόν,
ήκουσε και εδέχθη την προσευχήν μου. |
26 παρὰ σοῦ ὁ ἔπαινός μου ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ, τὰς εὐχάς μου ἀποδώσω ἐνώπιον τῶν φοβουμένων αὐτόν. | 26
Λυτρωμένος με την δύναμίν σου, Κυριε, και ασφαλής, από σε θα πάρω την
έμπνευσιν, δια να σε υμνολογήσω ανάμεσα εις πολύν λαόν. Τα τάματα, που
έχω κάμει όταν σε επεκαλούμην να με σώσης, θα τα εκπληρώσω σαν ιεράν
υποχρέωσιν ενώπιον όλων εκείνων, που σέβονται το Ονομά σου. |
27 φάγονται πένητες καὶ ἐμπλησθήσονται, καὶ αἰνέσουσι Κύριον οἱ ἐκζητοῦντες αὐτόν· ζήσονται αἱ καρδίαι αὐτῶν εἰς αἰῶνα αἰῶνος. | 27
Πλουσίαν θυσίαν ευγνωμοσύνης, υλικήν και πνευματικήν, θα προσφέρω προς
σε δια την σωτηρίαν, που μου έδωσες. Από αυτήν θα φάγουν οι πτωχοί και
θα χορτάσουν υλικώς και πνευματικώς και θα δοξολογήσουν τον Κυριον όλοι
εκείνοι, που με προσευχήν και πίστιν τον επιζητούν. Με την ιεράν αυτήν
τροφήν της θυσίας μου θα ζήσουν αι ψυχαί των εις αιώνας αιώνων. |
28
μνησθήσονται καὶ ἐπιστραφήσονται πρὸς Κύριον πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ
προσκυνήσουσιν ἐνώπιον αὐτοῦ πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν, | 28
Και αυτά ακόμη τα ειδωλολατρικά έθνη θα ενθυμηθούν τον Κυριον. Ολοι οι
εις τα πέρατα της γης κατοικούντες λαοί θα πέσουν ενώπιόν του και θα
προσκυνήσουν αυτόν όλαι αι φυλαί της γης. |
29 ὅτι τοῦ Κυρίου ἡ βασιλεία, καὶ αὐτὸς δεσπόζει τῶν ἐθνῶν. | 29
Διότι στον Κυριον ανήκει δικαιωματικώς και απολύτως η βασιλεία επί
πάντων και αυτός είναι ο μόνος, που δικαιούται να δεσπόζη και δεσπόζει
επάνω εις όλα τα έθνη. |
30
ἔφαγον καὶ προσεκύνησαν πάντες οἱ πίονες τῆς γῆς, ἐνώπιον αὐτοῦ
προπεσοῦνται πάντες οἱ καταβαίνοντες εἰς γῆν. καὶ ἡ ψυχή μου αὐτῷ ζῇ, | 30
Από το συμπόσιον αυτό της πνευματικής θυσίας θα φάγουν και θα
προσκυνήσουν τον Κυριον όλοι οι άρχοντες και οι μεγάλοι του κόσμου.
Ενώπιόν του θα πέσουν με σεβασμόν και θα προσκυνήσουν με ευγνωμοσύνην
και όλοι οι ταλαιπωρημένοι θνητοί, που έχουν καταπέσει μέχρι του εδάφους
και καταπατούνται από τους ισχυρούς της γης. Η ψυχή μου, ολόκληρος η
ύπαρξίς μου ζη και υπάρχει δι' αυτόν, δια να τον υπηρετή και να τον
δοξάζη. |
31 καὶ τὸ σπέρμα μου δουλεύσει αὐτῷ· ἀναγγελήσεται τῷ Κυρίῳ γενεὰ ἡ ἐρχομένη, | 31
Και οι απόγονοί μου θα τον υπηρετήσουν με πίστιν, η γενεά αυτή των
ευσεβών ανθρώπων, που πρόκειται να έλθη, θα αναγγελθή στον εν ουρανοίς
Κυριον ως λαός ιδικός του. |
32 καὶ ἀναγγελοῦσι τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ λαῷ τῷ τεχθησομένῳ, ὃν ἐποίησεν ὁ Κύριος. | 32 Θα αναγγείλουν και θα καταστήσουν γνωστήν την δικαιοσύνην του στον λαόν, ο οποίος πρόκειται να γεννηθή από το πάθημα και τον θρίαμβον του οσίου του, λαόν τον οποίον ανεγέννησε και ανέδειξεν ο Κυριος. |