ΨΑΛΜΟΣ Μ (40)
1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ. | |
2 (Μασ. 41) ΜΑΚΑΡΙΟΣ ὁ συνιῶν ἐπὶ πτωχὸν καὶ πένητα· ἐν ἡμέρᾳ πονηρᾷ ρύσεται αὐτὸν ὁ Κύριος. | 2
(Μασ. 41) Μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος, που κατανοεί την θέσιν του
πτωχού και του πένητος, τον συμπαθεί και ενδιαφέρεται δι' αυτόν. Αυτόν
εις ημέραν δύσκολον θα τον βοηθήση ο Κυριος δι' αυτήν την καλωσύνην του. |
3 Κύριος διαφυλάξαι αὐτὸν καὶ ζήσαι αὐτὸν καὶ μακαρίσαι αὐτὸν ἐν τῇ γῇ καὶ μὴ παραδῷ αὐτὸν εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτοῦ. | 3
Ο Κυριος θα τον διαφύλαξη από κάθε κίνδυνον. Θα του χαρίση μακρότητα
ζωής και ασφάλειαν. Θα τον καταστήση ευτυχισμένον και χαρούμενον στον
κόσμον αυτόν και δεν θα τον παραδώση ποτέ εις τα χέρια των εχθρών του. |
4 Κύριος βοηθήσαι αὐτῷ ἐπὶ κλίνης ὀδύνης αὐτοῦ· ὅλην τὴν κοίτην αὐτοῦ ἔστρεψας ἐν τῇ ἀῤῥωστίᾳ αὐτοῦ. | 4
Ο Κυριος θα τον βοηθήση να εγερθή υγιής από την κλίνην του. Ναι, Κυριε,
θα μεταβάλης το στρώμα του, όπου κατάκειται ασθενής και πονών, εις
κλίνην ανέσεως, όπου υγιής θα αναπαύεται. |
5 ἐγὼ εἶπα· Κύριε, ἐλέησόν με, ἴασαι τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἥμαρτόν σοι. | 5
Εγώ, κατά το διάστημα της ασθενείας μου, προσηυχήθην και είπα προς τον
Θεόν· Κυριε, ελέησόν με. Θεράπευσε την ζωήν μου από την ασθένειάν της,
διότι εις σε ημάρτησα και εξ αιτίας της αμαρτίας μου ησθένησα. |
6 οἱ ἐχθροί μου εἶπαν κακά μοι· πότε ἀποθανεῖται, καὶ ἀπολεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ; | 6 Οι εχθροί μου είπαν λόγια κακεντρεχή και πονηρά εναντίον μου· Ποτε θα αποθάνη και θα σβήση αυτός και το όνομά του από την γην; |
7 καὶ εἰσεπορεύετο τοῦ ἰδεῖν, μάτην ἐλάλει· ἡ καρδία αὐτοῦ συνήγαγεν ἀνομίαν ἑαυτῷ, ἐξεπορεύετο ἔξω καὶ ἐλάλει ἐπὶ τὸ αὐτό. | 7
Και εάν κανείς από τους κακεντρεχείς αυτούς ανθρώπους εισήρχετο στον
οίκόν μου, τάχα προς επίσκεψίν μου, έλεγε προς εμέ λόγια δόλια και
υποκριτικά. Συγχρόνως δε η καρδία του συνήθροιζε και εσχεδίαζε
συκοφαντίας και διαβολάς, αι οποίαι τελικώς θα εξεσπούσαν εις βάρος του.
Εβγαινεν έξω από το δωμάτιόν μου και συζητούσε κακά εναντίον μου. |
8 κατ᾿ ἐμοῦ ἐψιθύριζον πάντες οἱ ἐχθροί μου, κατ᾿ ἐμοῦ ἐλογίζοντο κακά μοι· | 8 Εψιθύριζαν όλοι αυτοί οι εχθροί μου εναντίον μου. Διελογίζοντο πάντοτε κακά εις βάρος μου. |
9 λόγον παράνομον κατέθεντο κατ᾿ ἐμοῦ· μὴ ὁ κοιμώμενος οὐχὶ προσθήσει τοῦ ἀναστῆναι; | 9
Λογους ψευδείς και αντιθέτους προς τον νόμον του Θεού έθεταν εις
κυκλοφορίαν εναντίον μου και έλεγαν· Μηπως και δεν πρόκειται ποτέ να
σηκωθή πλέον υγιής, αυτός ο ασθενής, που κατάκειται και κοιμάται εις την
κλίνην του; |
10 καὶ γὰρ ὁ ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης μου, ἐφ᾿ ὃν ἤλπισα, ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ᾿ ἐμὲ πτερνισμόν. | 10
Οχι δε μόνον οι εχθροί μου, αλλά και ο επιστήθιος φίλος μου, στον
οποίον είχα στηρίξει τας ελπίδας μου, αυτός ο οποίος έτρωγε εις την
τράπεζάν μου το φάγητόν μου, κατέφερε εναντίον μου μεγάλον λάκτισμα. |
11 σὺ δέ, Κύριε, ἐλέησόν με καὶ ἀνάστησόν με, καὶ ἀνταποδώσω αὐτοῖς. | 11
Συ λοιπόν, Κυριε, ελέησέ με, σπλαγχνίσου με, σήκωσέ με από την κλίνην
της ασθενείας μου, και εγώ θα ανταποδώσω τα πρέποντα εις εκείνους, που
με αδικούν. |
12 ἐν τούτῳ ἔγνων ὅτι τεθέληκάς με, ὅτι οὐ μὴ ἐπιχαρῇ ὁ ἐχθρός μου ἐπ᾿ ἐμέ. | 12
Με αυτό το θαυμαστόν έργον του ελέους σου θα έχω πεισθή, ότι απολαμβάνω
την εύνοιάν σου. Χαρις εις αυτό δεν θα καταστραφώ και δεν θα χαρή εις
βάρος μου ο εχθρός μου. |
13 ἐμοῦ δὲ διὰ τὴν ἀκακίαν ἀντελάβου, καὶ ἐβεβαίωσάς με ἐνώπιόν σου εἰς τὸν αἰῶνα. | 13
Συ, δια την αθωότητά μου αυτήν, με εστήριξες στο παρελθόν και θα με
υποστήριξης και τώρα. Την βοήθειάν σου αυτήν εις εμέ θα την καταστήσης
μόνιμον και εις όλας τας επερχομένας γενεάς. |
14 εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραὴλ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς τὸν αἰῶνα. γένοιτο, γένοιτο. | 14 Ας είναι δοξασμένος ο Κυριος, ο Θεός του ισραηλιτικού λαού, στους αιώνας των αιώνων. Αμήν, αμήν. |