ΨΑΛΜΟΣ 94
| Αἶνος ᾠδῆς τῷ Δαυΐδ. | |
| 1 (Μασ. 95) ΔΕΥΤΕ ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν· | 1
(Μασ. 95) Ελάτε, ας γεμίση η καρδία μας από αγαλλίασιν και χαράν δια
τον Κυριον μας. Ας αλαλάξωμεν γεμάτοι ενθουσιασμόν προς τον Κυριον και
τον σωτήρα μας. |
| 2 προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει καὶ ἐν ψαλμοῖς ἀλαλάξωμεν αὐτῷ. | 2 Χωρίς αναβολήν ας σπεύσωμεν ενώπιόν του με δοξολογίας· με ψαλμούς ας τον δοξολογήσωμεν, |
| 3 ὅτι Θεὸς μέγας Κύριος καὶ Βασιλεὺς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν· | 3 διότι ο Κυριος αυτός είναι Θεός μέγας, μέγας βασιλεύς επί ολοκλήρου της γης. |
| 4 ὅτι ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ τὰ πέρατα τῆς γῆς, καὶ τὰ ὕψη τῶν ὀρέων αὐτοῦ εἰσιν· | 4 Εις τα παντοδύναμα χέρια του ευρίσκεται όλη η γη μέχρι και των περάτων αυτής. Αι πανύψηλοι κορυφαί των ορέων είναι ιδικαί του. |
| 5 ὅτι αὐτοῦ ἐστιν ἡ θάλασσα, καὶ αὐτὸς ἐποίησεν αὐτήν, καὶ τὴν ξηρὰν αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἔπλασαν. | 5 Ιδική του είναι η θάλασσα, διότι αυτός την έκαμε. Τα χέρια του επίσης έπλασαν την ξηράν. |
| 6 δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν αὐτῷ καὶ κλαύσωμεν ἐναντίον Κυρίου, τοῦ ποιήσαντος ἡμᾶς· | 6
Ελάτε, ας προσκυνήσωμεν αυτόν με ευγνωμοσύνην δια τας ευεργεσίας του,
και με συντριβήν δια τας αμαρτίας μας ας πέσωμεν ενώπιον του· ας
κλαύσωμεν εν μετανοία ενώπιον του Κυρίου ο οποίος μας έχει δημιουργήσει. |
| 7 ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ ἡμεῖς λαὸς νομῆς αὐτοῦ καὶ πρόβατα χειρὸς αὐτοῦ. | 7
Αυτός είναι ο Θεός μας και ημείς είμεθα ο λαός, τον οποίον με στοργήν
διατρέφει και προστατεύει. Είμεθα τα πρόβατά του, που τα καθοδηγεί με το
στοργικόν παντοδύναμον χέρι του. |
| 8
σήμερον, ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν,
ὡς ἐν τῷ παραπικρασμῷ κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ πειρασμοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ, | 8
Σημερον, που τον καθένα μας καλεί εις δρόμους σωτηρίας, είθε να
ακούσετε την πατρικήν φωνήν του, η οποία μας λέγει· Μη κάνετε σκληράς
και ανυποτάκτους τας καρδίας σας, όπως έγινε κατά τον καιρόν, που με
κατεπίκραναν οι πρόγονοί σας, την ημέραν κατά την οποίαν με επροκάλεσαν
εις την έρημον. |
| 9 οὗ ἐπείρασάν με οἱ πατέρες ὑμῶν, ἐδοκίμασάν με καὶ εἶδον τὰ ἔργα μου. | 9
Εκεί οι προπάτορές σας έθεσαν εις πειρασμόν, έθεσαν υπό δοκιμήν την
δύναμίν μου, αν και τόσας και τόσας φοράς προηγουμένως είχον ίδει τα
έργα μου. |
| 10 τεσσαράκοντα ἔτη προσώχθισα τῇ γενεᾷ ἐκείνῃ καὶ εἶπα· ἀεὶ πλανῶνται τῇ καρδίᾳ, αὐτοὶ δὲ οὐκ ἔγνωσαν τὰς ὁδούς μου, | 10
Επί τεσσαράκοντα έτη εβαρέθηκα, αλλά και ηνέχθην, την γενεάν εκείνην
και είπα· πάντοτε αυτοί πλανώνται με τας αμαρτωλάς επιθυμίας της πονηράς
καρδίας των. Αυτοί δεν ηθέλησαν να γνωρίσουν τους δρόμους της
παιδαγωγίας και σωτηρίας, που εγώ τους ήνοιγα. |
| 11 ὡς ὤμοσα ἐν τῇ ὀργῇ μου· εἰ εἰσελεύσονται εἰς τὴν κατάπαυσίν μου. | 11 Τοσον πολύ εσκληρύνθησαν εις την αμαρτωλήν των πλάνην, ώστε, όταν εθύμωσα εναντίον των, ωρκίσθηκα και είπα· Οχι, δεν θα εισέλθουν εις την γην της αναπαύσεως, εις την γην, που υπεσχέθην εγώ στους προγόνους των. |