ΨΑΛΜΟΣ Λ (30)
1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ· ἐκστάσεως. | |
2 (Μασ. 31) ΕΠΙ σοί, Κύριε, ἤλπισα, μὴ καταισχυνθείην εἰς τὸν αἰῶνα· ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ῥῦσαί με καὶ ἐξελοῦ με. | 2
(Μασ. 31) Εις σέ, Κυριε, έχω στηρίξει και στηρίζω τας ελπίδας μου. Μη
επιτρέψης ποτέ και ντροπιασθώ με την διάψευσιν αυτών. Εν ονόματι της
δικαιοσύνης σου γλύτωσέ με και βγάλε με από τους κινδύνους και
κατατρεγμούς. |
3 κλῖνον πρός με τὸ οὖς σου, τάχυνον τοῦ ἐξελέσθαι με· γενοῦ μοι εἰς Θεὸν ὑπερασπιστὴν καὶ εἰς οἶκον καταφυγῆς τοῦ σῶσαί με. | 3
Σκύψε προς εμέ με καλωσύνην, Κυριε, πλησίασε το αυτί σου κοντά μου και
άκουσε με ευμένειαν την προσευχήν μου. Σπεύσε γρήγορα να με βγάλης από
την δυσκολίαν, εις την οποίαν ευρίσκομαι. Γινε δι' εμέ Θεός
υπερασπιστής, οικία ασφαλής, όπου δύναμαι να καταφύγω, δια να σωθώ. |
4 ὅτι κραταίωμά μου καὶ καταφυγή μου εἶ σὺ καὶ ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου ὁδηγήσεις με καὶ διαθρέψεις με· | 4
Διότι οχύρωμά μου κραταιόν και καταφύγιόν μου απόρθητον είσαι συ. Και
χάρις στο φιλεύσπλαγχνον Ονομά σου, θα με οδηγήσης ως στοργικός
προστάτης εις τόπους ασφαλείς και θα με διαθρέψης. |
5 ἐξάξεις με ἐκ παγίδος ταύτης, ἧς ἔκρυψάν μοι, ὅτι σὺ εἶ ὁ ὑπερασπιστής μου, Κύριε. | 5
Θα με προφυλάξης και θα με βγάλης σώον από την κρυφή παγίδα, που μου
έχουν στήσει δολίως οι εχθροί μου, δια να με συλλάβουν. Διότι συ είσαι,
Κυριε, ο υπερασπιστής μου. |
6 εἰς χεῖράς σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμά μου· ἐλυτρώσω με, Κύριε ὁ Θεὸς τῆς ἀληθείας. | 6
Εις την ακαταγώνιστον δεξιάν σου θα εμπιστευθώ την ψυχήν μου, διότι έως
τώρα πολλές φορές, Κυριε, με εγλύτωσες, συ ο Θεός της αληθείας, που
τηρείς τας υποσχέσεις σου. |
7 ἐμίσησας τοὺς διαφυλάσσοντας ματαιότητας διακενῆς· ἐγὼ δὲ ἐπὶ τῷ Κυρίῳ ἤλπισα. | 7
Εμίσησες όλους εκείνους, οι οποίοι προσέχουν και λατρεύουν τας
ματαιότητας των ειδώλων, χωρίς και να βλέπουν κανένα κέρδος από αυτά.
Εγώ όμως αντιθέτως προς αυτούς εστήριξα και στηρίζω τας ελπίδας μου στον
Κυριον. |
8 ἀγαλλιάσομαι καὶ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ ἐλέει σου, ὅτι ἐπεῖδες τὴν ταπείνωσίν μου, ἔσωσας ἐκ τῶν ἀναγκῶν τὴν ψυχήν μου | 8
Θα γεμίσω από αγαλλίασιν, θα πλημμυρίσω από χαράν και ευφροσύνην, όταν
απολαύσω το έλεός σου. Είμαι δε βέβαιος ότι θα μου στείλης το έλεός σου,
διότι και στο παρελθόν πολλές φορές επέβλεψες με καλωσύνην και
συμπάθειαν εις την ταπείνωσίν μου και έσωσες από τους κινδύνους και τας
ανάγκας την ψυχήν μου. |
9 καὶ οὐ συνέκλεισάς με εἰς χεῖρας ἐχθρῶν, ἔστησας ἐν εὐρυχώρῳ τοὺς πόδας μου. | 9
Δεν επέτρεψες να περικυκλωθώ και εγκλεισθώ αιχμάλωτος εις τα χέρια των
εχθρών μου. Εις ανοικτόν, ευρύχωρον τόπον εστήριξες ακλόνητα τα πόδια
μου. |
10 ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι θλίβομαι· ἐταράχθη ἐν θυμῷ ὁ ὀφθαλμός μου, ἡ ψυχή μου καὶ ἡ γαστήρ μου. | 10
Ελέησέ με, Κυριε, διότι θλίβομαι. Εταράχθη η λειτουργία του οφθαλμού
μου και εθόλωσε από την δικαίαν σου οργήν. Η ψυχή μου και τα σωθικά μου
ανεστατώθησαν εντός μου. |
11 ὅτι ἐξέλιπεν ἐν ὀδύνῃ ἡ ζωή μου καὶ τὰ ἔτη μου ἐν στεναγμοῖς· ἠσθένησεν ἐν πτωχείᾳ ἡ ἰσχύς μου, καὶ τὰ ὀστᾶ μου ἐταράχθησαν. | 11
Διότι επέρασε και έφθασεν έως τέλους ολόκληρος η ζωη μου με θλίψεις και
πόνους, και τα έτη μου επέρασαν με στεναγμούς. Λογω των πολλών
ταλαιπωριών μου εκλονίσθη και αδυνάτισεν η σωματική μου δύναμις. Τα οστά
μου εταράχθησαν και κινδυνεύουν να εξαρθρωθούν. |
12
παρὰ πάντας τοὺς ἐχθρούς μου ἐγενήθην ὄνειδος καὶ τοῖς γείτοσί μου
σφόδρα, καὶ φόβος τοῖς γνωστοῖς μου· οἱ θεωροῦντες με ἔξω ἔφυγον ἀπ᾿
ἐμοῦ. | 12
Εγινα περίγελως και εξουθένωμα εις όλους τους εχθρούς μου. Οι γείτονές
μου με εχλεύασαν ανυπόφορα και έχω φθάσει μέχρι του σημείου, ώστε να
προκαλώ φόβον στους γνωστούς μου, οι οποίοι και με αποφεύγουν. |
13 ἐπελήσθην ὡσεὶ νεκρὸς ἀπὸ καρδίας, ἐγενήθην ὡσεὶ σκεῦος ἀπολωλός. | 13
Ελησμονήθην από την καρδίαν των φίλων μου, σαν να είμαι πλέον νεκρός.
Εγινα σαν σπασμένο αγγείον, το οποίον απορρίπτεται άχρηστον στους
δρόμους. |
14 ὅτι ἤκουσα ψόγον πολλῶν παροικούντων κυκλόθεν· ἐν τῷ ἐπισυναχθῆναι αὐτοὺς ἅμα ἐπ᾿ ἐμὲ τοῦ λαβεῖν τὴν ψυχήν μου ἐβουλεύσαντο. | 14
Και επί πλέον ήκουσα συκοφαντίας ανθρώπων, οι οποίοι, κατοικούν γύρω
μου. Ολοι αυτοί συνεκεντρώθησαν εναντίον μου και απεφάσισαν να μου
πάρουν την ζωήν. |
15 ἐγὼ δὲ ἐπὶ σοὶ ἤλπισα, Κύριε, εἶπα· σὺ εἶ ὁ Θεός μου. | 15 Εγώ όμως ήλπισα εις σέ, Κυριε. Εγώ είπα μετά πίστεως και θάρρους· συ είσαι ο Θεός μου. |
16 ἐν ταῖς χερσί σου οἱ κλῆροί μου*· ρῦσαί με ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν μου καὶ ἐκ τῶν καταδιωκόντων με. (* ῎Αλλη γραφή· οἱ καιροί μου.) | 16 Εις τα χέρια σου υπάρχουν αι τύχαι μου. Απάλλαξέ με από τα χέρια αυτών των εχθρών μου, που με καταδιώκουν. |
17 ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου ἐπὶ τὸν δοῦλόν σου, σῶσόν με ἐν τῷ ἐλέει σου. | 17
Ας λάμψη το πρόσωπόν σου με το φως της καλωσύνης και του ελέους σου εις
εμέ τον δούλόν σου, και σώσε με όχι δια την αξίαν μου, αλλά δια το
έλεός σου. |
18 Κύριε, μὴ καταισχυνθείην, ὅτι ἐπεκαλεσάμην σε· αἰσχυνθείησαν οἱ ἀσεβεῖς καὶ καταχθείησαν εἰς ᾅδου. | 18
Κυριε, μη παραχωρήσης ποτέ, να εντροπιασθώ, διότι σε και μόνον εγώ δια
της προσευχής έχω επικαλεσθή και εις σε εστήριξα τας ελπίδας μου. Ας
εντροπιασθούν όμως οι ασεβείς και ας κρημνισθούν εις τα βάθη του άδου. |
19 ἄλαλα γενηθήτω τὰ χείλη τὰ δόλια τὰ λαλοῦντα κατὰ τοῦ δικαίου ἀνομίαν ἐν ὑπερηφανίᾳ καὶ ἐξουδενώσει. | 19
Βουβά και αμίλητα ας γίνουν τα χείλη των, από τα οποία βγαίνει δόλος
και πονηρία και τα οποία λαλούν εναντίον του δικαίου παρανομίας με
αλαζονείαν και θράσος, που εζουδενώνει τα πάντα. |
20
ὡς πολὺ τὸ πλῆθος τῆς χρηστότητός σου, Κύριε, ἧς ἔκρυψας τοῖς
φοβουμένοις σε, ἐξειργάσω τοῖς ἐλπίζουσιν ἐπὶ σὲ ἐναντίον τῶν υἱῶν τῶν
ἀνθρώπων. | 20
Ποσον μέγα είναι το πλήθος της αγαθότητος και καλωσύνης σου, Κυριε, το
οποίον επιφυλάσσεις δι' εκείνους, που σε φοβούνται, και έχεις ετοιμάσει
να το δώσης εις εκείνους, οι οποίοι με θάρρος ενώπιον όλων των ανθρώπων
ελπίζουν εις σέ! |
21 κατακρύψεις αὐτοὺς ἐν ἀποκρύφῳ τοῦ προσώπου σου ἀπὸ ταραχῆς ἀνθρώπων, σκεπάσεις αὐτοὺς ἐν σκηνῇ ἀπὸ ἀντιλογίας γλωσσῶν. | 21
Θα κρύψης αυτούς ασφαλώς εις απόκρυφον καταφύγιον της θείας σου
προστασίας, όπου και θα προφυλαχθούν από την άδικον οργήν και επίθεσιν
των πονηρών ανθρώπων. Θα τους σκεπάσης μέσα εις την Σκηνήν σου, ώστε να
μη θίγωνται καθόλου από ελεεινάς συκοφαντίας φαρμακερών γλωσσών. |
22 εὐλογητὸς Κύριος, ὅτι ἐθαυμάστωσε τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἐν πόλει περιοχῆς. | 22
Ας είναι δοξοσμένος ο Κυριος, διότι κατά τρόπον θαυμαστόν έδειξεν εις
εμέ το έλεός του, και με έσωσε, ως εάν ευρισκόμην μέσα εις οχυράν και
απόρθητον πόλιν. |
23
ἐγὼ δὲ εἶπα ἐν τῇ ἐκστάσει μου· ἀπέῤῥιμμαι ἀπὸ προσώπου τῶν ὀφθαλμῶν
σου. διὰ τοῦτο εἰσήκουσας τῆς φωνῆς τῆς δεήσεώς μου ἐν τῷ κεκραγέναι με
πρὸς σέ. | 23
Και όμως εγώ εις στιγμάς παραζάλης και ολιγοπιστίας είχα πει· έχω,
λοιπόν, απορριφθή μακράν από τα μάτια σου. Συ όμως ήκουσες την πονεμένην
φωνήν της παρακλήσεώς μου, όταν εκραύγασα προς σέ. |
24 ἀγαπήσατε τὸν Κύριον πάντες οἱ ὅσιοι αὐτοῦ, ὅτι ἀληθείας ἐκζητεῖ Κύριος καὶ ἀνταποδίδωσι τοῖς περισσῶς ποιοῦσιν ὑπερηφανίαν. | 24
Ολοι σεις οι ευσεβείς αγαπήσατε τον Κυριον, διότι ο Κυριος ευαρεστείται
εις την αλήθειαν και ανταποδίδει την πρέπουσαν τιμωρίαν εις εκείνους,
οι οποίοι φέρονται και ενεργούν με πλεονάζουσαν αλαζονείαν και θράσος. |
25 ἀνδρίζεσθε, καὶ κραταιούσθω ἡ καρδία ὑμῶν, πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπὶ Κύριον. | 25 Να έχετε γενναίον και ανδρείον φρόνημα και η καρδία όλων εκείνων, οι οποίοι ελπίζουν στον Κυριον, ας γίνεται κραταιά και ατρόμητος. |