Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

 ΨΑΛΜΟΣ ΛΑ (31)

Τῷ Δαυΐδ· συνέσεως.

1 (Μασ. 32) ΜΑΚΑΡΙΟΙ ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι·
1 (Μασ. 32) Τρισευτυχισμένοι είναι εκείνοι, των οποίων έχουν συγχωρηθή από τον Θεόν αι ανομίαι και έχουν σκεπασθή, ώστε να μη φαίνωνται καθόλου, αι αμαρτίαι.
2 μακάριος ἀνήρ, ᾧ οὐ μὴ λογίσηται Κύριος ἁμαρτίαν, οὐδέ ἐστιν ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ δόλος.
2 Μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος, στον οποίον ο Κυριος δεν θα καταλογίση αμαρτίαν, δια να του ζητήση ευθύνας και ούτε υπάρχει στο στόμα του δόλος και υποκρισία, αλλά μόνον ειλικρίνεια και ευθύτης.
3 ὅτι ἐσίγησα, ἐπαλαιώθη τὰ ὀστᾶ μου ἀπὸ τοῦ κράζειν με ὅλην τὴν ἡμέραν·
3 Εγώ όμως, διότι δεν μετενόησα ειλικρινώς, αλλά απεσιώπησα την αμαρτίαν μου, δι' αυτό επάληωσαν και αδυνάτισαν τα οστά μου· περιέπεσα εις ατονίαν, όταν έκραζα στενάζων και οδυρυμένος όλην την ημέραν.
4 ὅτι ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐβαρύνθη ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ χείρ σου, ἐστράφην εἰς ταλαιπωρίαν ἐν τῷ ἐμπαγῆναί μοι ἄκανθαν. (διάψαλμα).
4 Ημέραν και νύκτα βαρεία έπεσεν επάνω μου η τιμωρός δεξιά σου, Κυριε. Εβυθίσθην ολόκληρος εις πόνον και ταλαιπωρίαν, διότι σαν αιχμηρά και οδυνηρά άκανθα ενεπήχθη εις εμέ η αμαρτία και η ενόχη μου.
5 τὴν ἁμαρτίαν μου ἐγνώρισα καὶ τὴν ἀνομίαν μου οὐκ ἐκάλυψα· εἶπα· ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ· καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου. (διάψαλμα).
5 Αλλά μετενόησα. Εξωμολογήθην στον Κυριον την αμαρτίαν μου. Την έκαμα εις αυτόν γνωστήν και δεν συνεκάλυψα πλέον ούτε απέκρυψα την ανομίαν μου. Είπα με όλη μου την καρδία· Θα εξομολογηθώ με ειλικρίνειαν την ανομίαν μου στον Κυριον, και θα κατηγορήσω δι' αυτήν τον εαυτόν μου. Τοτε αμέσως συ, Κυριε, συνεχώρησες την ασέβειαν και εξήλειψες την ενοχήν της καρδίας μου.
6 ὑπὲρ ταύτης προσεύξεται πρὸς σὲ πᾶς ὅσιος ἐν καιρῷ εὐθέτῳ· πλὴν ἐν κατακλυσμῷ ὑδάτων πολλῶν πρὸς αὐτὸν οὐκ ἐγγιοῦσι.
6 Ακριβώς διότι συ τόσον έλεος δεικνύεις απέναντί μας, δι' αυτό θα προσευχηθή προς σε κάθε ευσεβής και όσιος στον πρέποντα καιρόν. Και όταν ως άλλος κατακλυσμός υδάτων συμφοραί και πειρασμοί επιπέσουν γύρω του, αυτός με την ιδικήν σου συμπαράστασιν θα προστατευθή από αυτάς, ώστε να μη τον εγγίσουν καν.
7 σύ μου εἶ καταφυγὴ ἀπὸ θλίψεως τῆς περιεχούσης με· τὸ ἀγαλλίαμά μου, λύτρωσαί με ἀπὸ τῶν κυκλωσάντων με. (διάψαλμα).
7 Συ είσαι η καταφυγή μου και η παρηγορία μου στον καιρόν της θλίψεως, που με στενοχωρεί. Συ είσαι η αγαλλίασις και η χαρά της ψυχής μου. Γλύτωσέ με από τους πειρασμούς και τους κινδύνους, που με έχουν περικυκλώσει.
8 συνετιῶ σε καὶ συμβιβῶ σε ἐν ὁδῷ ταύτῃ, ᾗ πορεύσῃ, ἐπιστηριῶ ἐπὶ σὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου.
8 Ακούω να απαντάς εις εμέ, Κυριε, και να μου λέγης· Θα σε φωτίζω και θα σε καθοδηγώ στον δρόμον, που πρέπει να βαδίζης. Θα στηρίζω ευμενώς εις σε τους οφθαλμούς μου.
9 μὴ γίνεσθε ὡς ἵππος καὶ ἡμίονος, οἷς οὐκ ἔστι σύνεσις, ἐν κημῷ καὶ χαλινῷ τὰς σιαγόνας αὐτῶν ἄγξαις τῶν μὴ ἐγγιζόντων πρὸς σέ.
9 Λοιπόν, σεις οι άνθρωποι με γίνεσθε όμοιοι με τον ίππον και τον ημίονον, στους οποίους δεν υπάρχει καθόλου σύνεσις. Και όπως με σιδερένιο φίμωτρο και χαλινάρι συσφίγγονται αι σιαγόνες των αγρίων αυτών ζώων, ετσι και συ, Κυριε, ας σφίξης με το χαλινάρι των θλίψεων και με τας πολλάς τιμωρίας ας περιορίσης τους αμαρτωλούς, οι οποίοι μένουν αμετανόητοι και δεν θέλουν να πλησιάσουν προς σέ.
10 πολλαὶ αἱ μάστιγες τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τὸν δὲ ἐλπίζοντα ἐπὶ Κύριον ἔλεος κυκλώσει.
10 Πολλαί είναι αι συμφοραί και αι μάστιγες των αμαρτωλών· τον ελπίζοντα όμως στον Κυριον θα περικυκλώση και θα περιφρουρήση το θείον έλεος.
11 εὐφράνθητε ἐπὶ Κύριον καὶ ἀγαλλιᾶσθε, δίκαιοι, καὶ καυχᾶσθε, πάντες οἱ εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ.
11 Σεις, λοιπόν, οι πιστοί και δίκαιοι γεμίσατε από χαράν, πλημμυρίσατε από αγαλλιασιν εν Κυρίω, και τον Κυριον να έχετε καύχημα σας όλοι, όσοι έχετε ευθείαν και ειλικρινη την καρδίαν.