ΨΑΛΜΟΣ ΛΖ (37)
1 Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ· εἰς ἀνάμνησιν περὶ τοῦ σαββάτου. | |
2 (Μασ. 38) ΚΥΡΙΕ, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με. | 2
(Μασ. 38) Κυριε, μη με ελέγξης και μη, επάνω εις την δικαίαν οργήν σου,
με τιμωρήσης δια τας πράξεις μου. Μη χρησιμοποίησης την παιδαγωγικήν
σου ράβδον οργισμένος εναντίον μου. |
3 ὅτι τὰ βέλη σου ἐνεπάγησάν μοι, καὶ ἐπεστήριξας ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν χεῖρά σου· | 3
Διότι τα βέλη των πόνων και των τιμωριών έχουν εμμηχθή μέσα στο σώμα
μου και βαρύ έχεις αφήσει να πέση επάνω μου το παντοδύναμο χέρι σου. |
4 οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου ἀπὸ προσώπου τῆς ὀργῆς σου, οὐκ ἔστιν εἰρήνη ἐν τοῖς ὀστέοις μου ἀπὸ προσώπου τῶν ἁμαρτιῶν μου. | 4
Δεν υπάρχει κανένα μέλος του σώματός μου υγιές, εξ αιτίας της δικαίας
οργής σου εναντίον μου. Δεν υπάρχει γαλήνη και ανάπαυσις εις τα κόκκαλά
μου εξ αιτίας των δύο μεγάλων αμαρτιών μου. |
5 ὅτι αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῇραν τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾿ ἐμέ. | 5
Διότι αι αμαρτίαι μου αυταί είναι τόσον μεγάλαι, ώστε ωσάν πελώρια
κύματα επλημμύρισαν επάνω από το κεφάλι μου και ως βαρύ φορτίον
καταθλίβουν και καταπιέζουν την ψυχήν μου. |
6 προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ προσώπου τῆς ἀφροσύνης μου· | 6 Τα εξ αιτίας της αφροσύνης μου τραύματα των αμαρτιών μου εβρώμισαν και εσάπησαν. |
7 ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους, ὅλην τὴν ἡμέραν σκυθρωπάζων ἐπορευόμην. | 7
Εχω ταλαιπωρηθή και καταβληθή. Ελύγισαν τα γόνατά μου, εκυρτώθην
τελείως. Ολην την ημέραν σύρω μετά δυσκολίας τα βήματά μου, σκυθρωπός
και λυπημένος. |
8 ὅτι αἱ ψόαι μου ἐπλήσθησαν ἐμπαιγμάτων, καὶ οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου· | 8
Διότι οι νεφροί μου, το κέντρον αυτό των επιθυμιών, εγέμισαν από έλκη
και πόνους, τα οποία προκαλούν την αηδίαν και περιφρόνησιν. Δεν υπάρχει
μέρος υγιές εις την σάρκα μου. |
9 ἐκακώθην καὶ ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα, ὠρυόμην ἀπὸ στεναγμοῦ τῆς καρδίας μου. | 9
Εκακοπάθησα και εταλαιπωρήθην και εξηυτελίσθην πάρα πολύ. Βαθείς και
συνεχείς αναστεναγμοί βγαίνουν από την οδυνωμένην καρδίαν μου, ωσάν
βρυχηθμοί λέοντος πληγωμένου. |
10 Κύριε, ἐναντίον σου πᾶσα ἡ ἐπιθυμία μου, καὶ ὁ στεναγμός μου ἀπὸ σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη. | 10
Κυριε, ολοφάνερη εμπρός σου είναι η επιθυμία μου, η επιθυμία της
σωτηρίας. Ο δε κατάπικρος στεναγμός της καρδίας μου δεν είναι άγνωστος
και κρυμμένος από σέ. |
11 ἡ καρδία μου ἐταράχθη, ἐγκατέλιπέ με ἡ ἰσχύς μου, καὶ τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καὶ αὐτὸ οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ. | 11
Η καρδία μου είναι ταραγμένη. Παλλει με ορμήν. Η ψυχική και η σωματική
δύναμίς μου με εγκατέλιπε και το φως των οφθαλμών μου και αυτό σβήνει
πλέον· το έχασα, δεν το έχω πλέον. |
12 οἱ φίλοι μου καὶ οἱ πλησίον μου ἐξ ἐναντίας μου ἤγγισαν καὶ ἔστησαν, καὶ οἱ ἔγγιστά μου ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν· | 12
Οι φίλοι μου και όλοι οι γνωστοί μου με επλησίασαν, αλλά εσταμάτησαν
εις απόστασιν, και οι πλησιέστεροι από τους συγγενείς μου εστάθησαν πολύ
μακράν. Κανείς δεν προθυμοποιείται να με βοηθήση. |
13
καὶ ἐξεβιάζοντο οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου, καὶ οἱ ζητοῦντες τὰ κακά μοι
ἐλάλησαν ματαιότητας, καὶ δολιότητας ὅλην τὴν ἡμέραν ἐμελέτησαν. | 13
Μέσα στον πόνον μου και την εγκατάλειψίν μου αυτήν οι εχθροί μου
φέρονται απέναντί μου με βιαιότητα και σκληρότητα. Εκείνοι οι οποίοι
επιζητούν τον θάνατόν μου, εκείνοι που θέλουν και ευφραίνονται εις την
δυστυχίαν μου, ελάλησαν λόγους συκοφαντικούς και ολεθρίους εναντίον μου.
Χαιρεκακούν δια την κατάστασίν μου. Συγχρόνως δε καταστρώνουν δόλια
σχέδια και στήνουν παγίδας ολέθρου όλην την ημέραν, δια να με
εξοντώσουν. |
14 ἐγὼ δὲ ὡσεὶ κωφὸς οὐκ ἤκουον καὶ ὡσεὶ ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τὸ στόμα αὐτοῦ· | 14
Αλλά εγώ, ως εάν ήμην κωφός, δεν ήκουα όσα εκείνοι έλεγαν εναντίον μου.
Ως εάν ήμουν βωβός και άλαλος, ωσάν να μη ημπορούσα να ανοίξω το στόμα
μου, δεν απαντούσα καθόλου εις αυτούς. |
15 καὶ ἐγενόμην ὡσεὶ ἄνθρωπος οὐκ ἀκούων καὶ οὐκ ἔχων ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ ἐλεγμούς. | 15
Και έγινα έτσι σαν άνθρωπος, που δεν ακούει καθόλου και που δεν έχει
στο στόμα του δικαίας αντιρρήσεις και λόγους αποστομωτικούς εναντίον
εκείνων, που τον κατηγορούν. |
16 ὅτι ἐπὶ σοί, Κύριε, ἤλπισα· σὺ εἰκακούσῃ, Κύριε ὁ Θεός μου. | 16
Δεν απαντώ στους εχθρούς μου, διότι εγώ εις σε έχω στηρίξει τας ελπίδας
μου, Κυριε. Εχω πεποίθησιν ότι θα ακούσης ευμενώς την προσευχήν μου και
θα σπεύσης εις την βοήθειάν μου. |
17 ὅτι εἶπα· μήποτε ἐπιχαρῶσί μοι οἱ ἐχθροί μου· καὶ ἐν τῷ σαλευθῆναι πόδας μου ἐπ᾿ ἐμὲ ἐμεγαλοῤῥημόνησαν. | 17
Δια τούτο και είπα από μέσα μου· Βοήθησέ μέ, Κυριε, και μη επιτρέψης να
δοκιμάσουν μοχθηράν χαράν εις βάρος μου οι εχθροί μου, ούτε να
κομπορρημονούν, εάν με βλέπουν να τρικλίζω κάτω από το βάρος της
θλίψεως. |
18 ὅτι ἐγὼ εἰς μάστιγας ἕτοιμος, καὶ ἡ ἀλγηδών μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός. | 18
Διότι εγώ είμαι πρόθυμος να υποστώ τας δικαίας τιμωρίας σου δια την
αμαρτίαν μου. Ο δε φοβερός πόνος δια την πτώσιν μου είναι πάντοτε
ενώπιόν μου, δεν παύει να διατρυπά την καρδίαν μου. |
19 ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ ἀναγγελῶ καὶ μεριμνήσω ὑπὲρ τῆς ἁμαρτίας μου. | 19
Συντετριμμένος από το βάρος της ενοχής μου θα εξομολογηθώ ενώπιον όλων
την αμαρτίαν μου και θα καταβάλω κάθε προσπάθειαν να απαλλαγώ από αυτήν,
και ουδέποτε πλέον να την επαναλάβω. |
20 οἱ δὲ ἐχθροί μου ζῶσι καὶ κεκραταίωνται ὑπὲρ ἐμέ, καὶ ἐπληθύνθησαν οἱ μισοῦντές με ἀδίκως· | 20
Οι εχθροί μου όμως ζουν, είναι υγιείς, κινούνται δραστηρίως, είναι
ισχυρότεροί μου. Και αυτοί οι οποίοι με μισούν αδίκως, έχουν πληθυνθή. |
21 οἱ ἀνταποδιδόντες μοι κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν ἐνδιέβαλλόν με, ἐπεὶ κατεδίωκον ἀγαθωσύνην. | 21
Αυτοί, οι οποίοι ανταποδίδουν εις εμέ κακόν αντί του καλού, που τους
έκαμα, με συκοφαντούν, διότι εγώ θέλω πάντοτε το αγαθόν, το σύμφωνον με
το θέλημά σου. |
22 μὴ ἐγκαταλίπῃς με, Κύριε· ὁ Θεός μου, μὴ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ· | 22 Μη με εγκαταλίπης, Κυριε και Θεέ μου, μη απομακρύνεσαι από εμέ. |
23 πρόσχες εἰς τὴν βοήθειάν μου, Κύριε τῆς σωτηρίας μου. | 23 Σπεύσε, Κυριε, εις την βοήθειάν μου, συ που είσαι η μοναδική μου σωτηρία. |