ΨΑΛΜΟΣ ΜΘ (49)
Ψαλμὸς τῷ ᾿Ασάφ. | |
1 (Μασ. 50) ΘΕΟΣ θεῶν Κύριος ἐλάλησε καὶ ἐκάλεσε τὴν γῆν ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν. | 1
(Μασ. 50) Ο αιώνιος και απειροτέλειος Θεός, ο Κυριος όλων των καττά
χάριν Θεών, των αρχόντων και δικαστών της γης, προσκαλεί όλην την
οικουμένην από ανατολών μέχρι δυσμών. |
2 ἐκ Σιὼν ἡ εὐπρέπεια τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ, | 2 Ακτινοβολείται από την Σιών η ασύλληπτος λαμπρότης και ωραιότης της απείρου τελειότητός του. |
3 ὁ Θεὸς ἐμφανῶς ἥξει, ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ οὐ παρασιωπήσεται· πῦρ ἐνώπιον αὐτοῦ καυθήσεται, καὶ κύκλῳ αὐτοῦ καταιγὶς σφόδρα. | 3
Ο Κυριος έρχεται ολοφάνερα με το μεγαλείον της δόξης του. Δεν θα τηρήση
πλέον σιωπήν. Καυστικόν πυρ προπορεύεται έμπροσθέν του. Και καταιγίς
μεγάλη εκσπά ολόγυρά του. |
4 προσκαλέσεται τὸν οὐρανὸν ἄνω καὶ τὴν γῆν τοῦ διακρῖναι τὸν λαὸν αὐτοῦ· | 4 Προσκαλεί ως μάρτυρας τον ουρανόν άνω και την γην κάτω, προκειμένου να στήση δικαστήριον και να δικάση τον λαόν του. |
5 συναγάγετε αὐτῷ τοὺς ὁσίους αὐτοῦ, τοὺς διατιθεμένους τὴν διαθήκην αὐτοῦ ἐπὶ θυσίαις, | 5
Σεις οι άγγελοι συναθροίσατε, λοιπόν, ενώπιόν του τους αγίους του, τους
εκλεκτούς Ισραηλίτας, οι οποίοι έδειξαν την αγαθήν διάθεσίν των με τας
ευλαβείς θυσίας τότε, που εδέχθησαν την διαθήκην του στο όρος Σινά. |
6 καὶ ἀναγγελοῦσιν οἱ οὐρανοὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς κριτής ἐστι. (διάψαλμα). | 6 Οι ουρανοί θα καταθέσουν ως μάρτυρες δια την δικαιοσύνην του, διότι αυτός είναι τώρα ο υπέρτατος δικαστής. |
7 ἄκουσον, λαός μου, καὶ λαλήσω σοι, ᾿Ισραήλ, καὶ διαμαρτύρομαί σοι· ὁ Θεὸς ὁ Θεός σού εἰμι ἐγώ. | 7
Ο Κυριος ομιλεί. Ακουσε, λαέ μου, διότι θα ομιλήσω προς σέ, ισραηλιτικέ
λαέ· δώσε προσοχήν, διότι θα διαμαρτυρηθώ εντόνως προς σέ. Εγώ, που
ομιλώ, είμαι ο Θεός όλου του κόσμου και ιδιαιτέρως ο ιδικός σου Θεός. |
8 οὐκ ἐπὶ ταῖς θυσίαις σου ἐλέγξω σε, τὰ δὲ ὁλοκαυτώματά σου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διαπαντός. | 8 Δεν θα σε ελέγξω δια τας διαφόρους θυσίας σου. Τα ολοκαυτώματά σου, που προσφέρονται προς εμέ, ευρίσκονται πάντοτε ενώπιόν μου. |
9 οὐ δέξομαι ἐκ τοῦ οἴκου σου μόσχους οὐδὲ ἐκ τῶν ποιμνίων σου χιμάρους. | 9 Αλλά δεν έχω ανάγκην να δεχθώ μόσχους από τον οίκον σου και τράγους από τα κοπάδια σου. |
10 ὅτι ἐμά ἐστι πάντα τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ, κτήνη ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ βόες· | 10
Διότι όλα τα άγρια θηρία των δασών είναι ιδικά μου, όπως και τα
κατοικίδια ζώα, τα οποία βόσκουν εις τα όρη, και οι βόες, όλα είναι
ιδικά μου. |
11 ἔγνωκα πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ὡραιότης ἀγροῦ μετ᾿ ἐμοῦ ἐστιν. | 11
Εγώ γνωρίζω πολύ καλά τα πάντα. Είμαι ο Κυριος επί των πτηνών του
ουρανού και η ωραία πολύχρωμος βλάστησις του αγρού ευρίσκεται πάντοτε
εις την κυριότητά μου. |
12 ἐὰν πεινάσω, οὐ μή σοι εἴπω· ἐμὴ γάρ ἐστιν ἡ οἰκουμένη καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς. | 12
Εάν θα πεινάσω, δεν πρόκειται να σου είπω να μου δώσης φαγητόν, διότι
ιδική μου είναι όλη η γη και όλα εκείνα, από τα οποία αυτή είναι γεμάτη. |
13 μὴ φάγομαι κρέα ταύρων, ἢ αἷμα τράγων πίομαι; | 13 Μηπως έχω εγώ ανάγκην να φάγω κρέατα ταύρων και να πίω αίμα τράγων; Οχι βέβαια. |
14 θῦσον τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως καὶ ἀπόδος τῷ ῾Υψίστῳ τὰς εὐχάς σου· | 14 Δι' αυτό συ πρόσφερε στον Θεόν σου ως θυσίαν την δοξολογίαν και εκπλήρωσε όλα τα τάματα, που έχεις τάξει προς αυτόν. |
15 καὶ ἐπικάλεσαί με ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς σου, καὶ ἐξελοῦμαί σε, καὶ δοξάσεις με. (διάψαλμα). | 15 Επικάλεσαί με εις περίοδον θλίψεως και εγώ θα σε απαλλάξω από αυτήν και συ ευγνωμονών θα με δοξολογήσης. |
16 τῷ δὲ ἁμαρτωλῷ εἶπεν ὁ Θεός· ἱνατί σὺ διηγῇ τὰ δικαιώματά μου καὶ ἀναλαμβάνεις τὴν διαθήκην μου διὰ στόματός σου; | 16
Εις δε τον αμαρτωλόν είπεν ο Θεός· Διατί συ τολμάς και διηγείσαι τους
νόμους και τας εντολάς μου και παίρνεις στο αμαρτωλόν στόμα σου την
διαθήκην μου, την οποίαν συ καταπατείς; |
17 σὺ δὲ ἐμίσησας παιδείαν καὶ ἐξέβαλες τοὺς λόγους μου εἰς τὰ ὀπίσω. | 17 Συ εμίσησες την διορθωτικήν παιδαγωγίαν μου και πετάς προς τα οπίσω με περιφρόνησιν τους λόγους μου. |
18 εἰ ἐθεώρεις κλέπτην, συνέτρεχες αὐτῷ, καὶ μετὰ μοιχοῦ τὴν μερίδα σου ἐτίθεις. | 18 Εάν έβλεπες κλέπτην έτρεχες και συ μαζή του ως συνεργός του· συμμετείχες δε εις τας αθλιότητας των μοιχών. |
19 τὸ στόμα σου ἐπλεόνασε κακίαν, καὶ ἡ γλῶσσά σου περιέπλεκε δολιότητα· | 19 Το στόμα σου είναι απύλωτον εις πλήθος κακιών, η δε γλώσσα σου εξυφαίνει πάντοτε δολιότητας. |
20 καθήμενος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου κατελάλεις καὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ τῆς μητρός σου ἐτίθεις σκάνδαλον. | 20
Καθήμενος αργός κατηγορούσες και δυσφημούσες τον αδελφόν σου και
εναντίον του υιού της μητρός σου, εναντίον του αδελφού σου, έστηνες
παγίδας και έθετες προσκόμματα, δια να σκοντάψη και πέση. |
21
ταῦτα ἐποίησας, καὶ ἐσίγησα· ὑπέλαβες ἀνομίαν, ὅτι ἔσομαί σοι ὅμοιος·
ἐλέγξω σε καὶ παραστήσω κατὰ πρόσωπόν σου τὰς ἁμαρτίας σου. | 21
Αυτά έπραξες και εγώ έδειξα μακροθυμίαν και εσιώπησα. Ενόμισες όμως
παραλόγως και παρανόμως, ότι θα είμαι όμοιος με σέ. Θα έλθη όμως η
στιγμή, οπότε θα σε ελέγξω και θα φανερώσω ενώπιόν σου και ενώπιον των
άλλων τας αμαρτίας σου, δια να σε εξευτελίσω. |
22 σύνετε δὴ ταῦτα, οἱ ἐπιλανθανόμενοι τοῦ Θεοῦ, μήποτε ἁρπάσῃ, καὶ οὐ μὴ ᾖ ὁ ρυόμενος. | 22
Εννοήσατε, λοιπόν, όλα αυτά όσοι λησμονείτε τον Θεόν, μήπως και σας
αρπάση εις τας χείρας της η θεία δικαιοσύνη, οπότε δεν θα υπάρχη κανείς
να σας γλυτώση. |
23 θυσία αἰνέσεως δοξάσει με, καὶ ἐκεῖ ὁδός, ᾗ δείξω αὐτῷ τὸ σωτήριόν μου. | 23 Θυσία δοξολογίας από αγνήν καρδίαν αρκεί να με δοξάση πράγματι· και αυτός είναι ο ευθύς δρόμος, τον οποίον εγώ θα δείξω εις καθένα, που ποθεί την σωτηριώδη βοήθειάν μου. |