ΨΑΛΜΟΣ Ν (50)
1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ | |
2 ἐν τῷ ἐλθεῖν πρὸς αὐτὸν Νάθαν τὸν προφήτην, ἡνίκα εἰσῆλθε πρὸς Βηρσαβεέ. | |
3 (Μασ. 51) ΕΛΕΗΣΟΝ με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου· | 3
(Μασ. 51) Ελέησέ με, ω Θεέ μου, σύμφωνα προς το άπειρον έλεός σου· και
σύμφωνα με το απέραντον πλήθος των οικτιρμών σου σβήσε εντελώς την
παρανομίαν μου. |
4 ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. | 4 Πλύνε με και ξαναπλύνε με από την παρανομίαν μου, και από τον ρύπον της αμαρτίας μου καθάρισέ με. |
5 ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός. | 5
Το έλεός σου ζητώ, διότι και εγώ αναγνωρίζω και ομολογώ την παρανομίαν
μου. Αυτή δε η αμαρτία μου είναι πάντοτε ενώπιόν μου, εις την καρδίαν
μου και εις την σκέψιν, δια να με ελέγχη και να με τυραννή. |
6 σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. | 6
Ζητώ από σε την συγχώρησιν, διότι αι αμαρτίαι, τας οποίας διέπραξα,
είναι παράβασις του ιδικού σου Νομου. Ενώπιόν σου εγώ διέπραξα τυ
πονηρόν. Ομολογώ ότι είμαι άξιος τιμωρίας δια τας αμαρτίας μου, δια να
φανή έτσι πόσον δίκαιον είχες εις τας εναντίον μου καταδικαστικάς
αποφάσεις και να εξέλθης έτσι νικητής, όταν ασεβείς και μωροί θελήσουν
να σε επικρίνουν. |
7 ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. | 7 Ελέησέ με, διότι από γονείς αμαρτωλούς συνελήφθην και εν μέσω αμαρτιών με εκυοφόρησεν η μητέρα μου. |
8 ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι. | 8
Θεός της αληθείας συ ηγάπησες και αγαπάς πάντοτε την αλήθειαν και την
ευθύτητα. Εφανέρωσες εις εμέ τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου, δια
να έχω έτσι την δυνατάτητα να προφυλαχθώ από την αμαρτίαν. |
9 ραντιεῖς με ὑσσώπῳ, καὶ καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. | 9
Σαν με συμβολικά κλωνάρια υσσώπου θα με ραντίσης με το έλεός σου, και
έτσι εγώ θα καθαρισθώ από την αμαρτίαν μου. Θα με πλύνης με την χάριν
σου και θα γίνω τόσον καθαρός, ώστε να είμαι λευκώτερος από το χιόνι. |
10 ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. | 10
Τοτε θα με κάμης να αισθανθώ αγαλλίασιν και ευφροσύνην, ώστε και αυτά
τα συντετριμμένα και παράλυτα οστά μου να σκιρτήσουν από χαράν. |
11 ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. | 11 Γυρισε το πρόσωπόν σου μακρυά από τας αμαρτίας μου, ώστε να μη τας βλέπης, και σβήσε ολες τις παρανομίες μου. |
12 καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. | 12
Πλάσε μέσα μου και κτίσε νέαν καρδίαν καθαράν, Θεέ μου, δια να
ενθρονίσης και εγκαινιάσης εις τα βάθη της ψυχής μου πνεύμα αληθείας,
πνεύμα ορθοφροσύνης. |
13 μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ πνεῦμά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ. | 13 Μη με απομακρύνης και μη με απορρίψης από το γεμάτον καλωσύνην πρόσωπόν σου και το Αγιόν σου Πνεύμα μη το αφαιρέσης από εμέ. |
14 ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. | 14
Ξαναδός μου την χαράν και αγαλλίασιν της σωτηρίας μου, που προέρχεται
από σέ, και στήριξέ με με σταθεράν και άκαμπτον θέλησιν στο αγαθόν, στον
άγιον Νομον σου. |
15 διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι. | 15
Ετσι δε εξηγνισμένος και φωτισμένος εγώ θα διδάξω εις πολλούς
παρανομούντας τους ιδικούς σου δρόμους, τον Νομον σου. Με το παράδειγμά
μου δε και με τα λόγια μου θα συντελέσω, ώστε πολλοί ασεβείς να
επιστρέψουν εν μετάνοια προς σέ, όπως επέστρεψα και εγώ. |
16 ρῦσαί με ἐξ αἱμάτων, ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου· ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου. | 16
Απάλλαξέ με, Κυριε, από την ενοχήν των αθώων αιμάτων, που εχύθησαν εξ
αιτίας μου, Θεέ και Κυριε της σωτηρίας μου. Η γλώσσα γεμάτη χαράν θα
διαλαλή την δικαιοσύνην και την αγαθότητά σου. |
17 Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. | 17 Ναι, Κυριε, θα ανοίξης συ τα χείλη μου και το στόμα μου με παρρησίαν και θάρρος και θα αναπέμπη αίνους και δοξολογίας προς σέ. |
18 ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν· ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. | 18
Δοξολογίας ολοθέρμους θα σου αναπέμπω, Κυριε, διότι εάν ήθελες και
κάποιαν θυσίαν δια την άφεσιν των αμαρτιών μου, θα σου την προσέφερα. Συ
όμως δεν ευαρεστείσαι τόσον εις τα ολοκαυτώματα των θυσιών. |
19 θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. | 19
Η ευάρεστος θυσία δια σε τον Θεόν είναι ψυχή συντετριμμένη από τον
πόνον και την συναίσθησιν της αμαρτίας. Καρδίαν δε ανθρώπου, η οποία
έχει συντριβή από την μετάνοιαν και έχει ταπεινωθή, συ ο πανάγαθος και
πολυέλεος Θεός ουδέποτε θα την εξουθενώσης. |
20 ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη ῾Ιερουσαλήμ· | 20
Ευδόκησον, λοιπόν, Κυριε, να φανής αγαθός και ευεργετικός εις την
Ιερουσαλήμ. Δείξε την καλωσύνην σου, ώστε να ανοικοδομηθούν και πάλιν τα
τείχη της Ιερουσαλήμ. |
21 τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα· τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους. | 21 Τοτε θα ευδοκήσης να δεχθής κάθε θυσίαν, η οποία θα σου προσφέρεται σύμφωνα με όσα έχεις διατάξει στον Νομον σου, θυσίας αναφερομένας εις σέ, θυσίας ολοκαυτωμάτων. Τοτε θα ανεβάσουν στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων σου μόσχους προς θυσίαν εις έκφρασιν ευγνωμοσύνης και δοξολογίας προς σέ. |