ΨΑΛΜΟΣ ΝΑ (51)
1 Εἰς τὸ τέλος· συνέσεως τῷ Δαυΐδ· | |
2 ἐν τῷ ἐλθεῖν Δωὴκ τὸν ᾿Ιδουμαῖον καὶ ἀναγγεῖλαι τῷ Σαοὺλ καὶ εἰπεῖν αὐτῷ· ἦλθε Δαυΐδ εἰς τὸν οἶκον ᾿Αβιμέλεχ. | |
3 (Μασ. 52) ΤΙ ΕΓΚΑΥΧᾼ ἐν κακίᾳ, ὁ δυνατός, ἀνομίαν ὅλην τὴν ἡμέραν; | 3
(Μασ. 52) Διατί αλαζονεύεσαι δια την κακίαν σου συ, ω δυνατέ, ώστε να
διαπράττης ανομίας με θρασύτητα και να παραβαίνης όλην την ημέραν τον
νόμον του Θεού; |
4 ἀδικίαν ἐλογίσατο ἡ γλῶσσά σου· ὡσεὶ ξυρὸν ἠκονημένον ἐποίησας δόλον. | 4
Αδίκους λογισμούς της καρδίας σου ελάλησε το απύλωτον στόμα σου· ώσαν
με ξυράφι ακονισμένον δια της γλώσσης σου ειργάσθης δολίως προς
καταστροφήν του πλησίον. |
5 ἠγάπησας κακίαν ὑπὲρ ἀγαθωσύνην, ἀδικίαν ὑπὲρ τὸ λαλῆσαι δικαιοσύνην. (διάψαλμα). | 5
Ηγάπησες την κακίαν και όχι την αγαθότητα. Επροτίμησες την δολιότητα
και συκοφαντίαν από του να λαλής την αλήθειαν και την δικαιοσύνην. |
6 ἠγάπησας πάντα τὰ ρήματα καταποντισμοῦ, γλῶσσαν δολίαν. | 6
Επροτίμησες να λέγης λόγους, οι οποίοι φέρουν καταποντισμόν και
όλεθρον, και να έχης γλώσσαν δολίαν και συκοφαντικήν εναντίον των άλλων. |
7
διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς καθέλοι σε εἰς τέλος· ἐκτίλαι σε καὶ μεταναστεύσαι σε
ἀπὸ σκηνώματός σου καὶ τὸ ρίζωμά σου ἐκ γῆς ζώντων. (διάψαλμα). | 7
Δια τούτο ο Θεός θα σε κατακρημνίση, θα σε ξερριζώση εντελώς, θα σε
μαδήση και θα σε γυμνώση από όλα όσα έχεις. Θα σε εκδιώξη και θα σε
εξορίση από την πατρίδα σου, και αυτάς ακόμη τας ρίζας των απογόνων σου
θα εξαφανίση εκ μέσου των ζώντων. |
8 ὄψονται δίκαιοι καὶ φοβηθήσονται καὶ ἐπ᾿ αὐτὸν γελάσονται καὶ ἐροῦσιν· | 8
Θα ίδουν οι δίκαιοι την δικαίαν εκ μέρους του Θεού τιμωρίαν σου και θα
φοβηθούν. Κατόπιν όμως θα γελάσουν με ικανοποίησιν και χαράν, διότι
απεδόθη η πρέπουσα δικαιοσύνη και θα είπουν· |
9
ἰδοὺ ἄνθρωπος, ὃς οὐκ ἔθετο τὸν Θεὸν βοηθὸν αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἐπήλπισεν ἐπὶ τὸ
πλῆθος τοῦ πλούτου αὐτοῦ καὶ ἐνεδυναμώθη ἐπὶ τῇ ματαιότητι αὐτοῦ. | 9
Ιδού ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος δεν ηθέλησε τον Θεόν ως συμπαραστάτην
και βοηθόν του, αλλά ήλπισεν στον πολύν πλούτον του. Εστήριξε και
εμεγάλωσε την δύναμίν του επί ματαίων και εφημέρων πραγμάτων. |
10 ἐγὼ δὲ ὡσεὶ ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ· ἤλπισα ἐπὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος. | 10
Εγώ όμως αντιθέτως θα είμαι μέσα στον οίκον του Κυρίου, όπως η
κατάκαρπος ελαία. Εγώ εστήριξα τας ελπίδας μου στο έλεος του Θεού μου
πάντοτε, στους αιώνας των αιώνων. |
11 ἐξομολογήσομαί σοι εἰς τὸν αἰῶνα, ὅτι ἐποίησας, καὶ ὑπομενῶ τὸ ὄνομά σου, ὅτι χρηστὸν ἐναντίον τῶν ὁσίων σου. | 11 Κυριε, σε δοξολογώ και θα σε δοξολογώ πάντοτε, διότι έκαμες και θα κάμης δεκτά τα αιτήματά μου. Εις κάθε δε δυσκολίαν της ζωής μου θα περιμένω την ιδικήν σου επέμβασιν, διότι αυτή είναι πάντοτε αγαθοποιός και ευεργετική στους αφωσιωμένους προς σέ. |