Το ψαλτήριο ήταν μουσικό όργανο με δέκα χορδές κατά αντιφωνία τεντωμένες. Ονομάζονταν Νάβλα κατά το Εβραϊκό και από το επάνω μέρος λάμβανε την αιτία και αφορμή των φθόγγων, συμβολικώς ώστε και εμείς οι άνθρωποι πρέπει να είμαστε ευθείς στην γνώμη και να μελετάμε τα άνω, δηλαδή τα ουράνια, να μην καταπίπτουμε στα πάθη της σάρκας δια μέσου της ηδονής της μελωδίας, αλλά να γινόμαστε ψαλτήριον με το να συμφωνούν στον καθένα από εμάς οι πέντε αισθήσεις του σώματος και οι πέντε δυνάμεις της ψυχής (ο νου, η διάνοια, η δόξα, η φαντασία και η αίσθησης), και εκ της συμφωνίας αυτών να αναπέμπεται στο Θεό ένα μέλος εναρμόνιο.
Δέκα κόλαβοι δηλαδή παλούκια ήταν στο ψαλτήριο κατά τον αριθμό των δέκα χορδών, τα οποία στρεφόμενα πότε μεν έσφιγγαν τις χορδές και ψήλωναν τους ήχους, πότε τα ξέσφιγγαν και χαμήλωναν τους ήχους, καθώς ήθελε ο τεχνίτης, και το μεν δεξί χέρι κρατούσε το πλήκτρο, το δε αριστερό πιάνοντας από το πάνω μέρος τα παλουκάκια και περιστρέρφοντάς τα έκαναν τον ήχο του ψαλτηρίου ή βαρύ δηλαδή χαμηλό ή οξύ δηλαδή υψηλό ή μεσαίο και μεμιγμένο. Το ψαλτήριο ως όργανο υπήρχε πριν από τον Δαβίδ αλλά ήταν άτεχνο. Ο Δαβίδ το κατασκεύασε τεχνικότερο καθώς το είπε μόνος του στον τελευταίο ψαλμό «οι δάκτυλοί μου ήρμοσαν ψαλτήριο» και τη μεταχείριση του ψαλτηρίου πρώτος ο Δαβίδ στον Θεό μετέφερε. Έτσι ψαλτήριον είναι το όργανο του ψαλτηρίου, ψάλλω σημαίνει ψαύω με τα δάκτυλά μου τις χορδές του έγχορδου οργάνου, ενώ ψαλμός σημαίνει φαύσης, παίξιμο χορδών. Καταχρηστικός ψαλτήριον ονομάζεται το βιβλίο το οποίο περιέχει τους ψαλμούς.